O Γιάννης Ιορδανίδης σκηνοθετεί τον Θύμιο Καρακατσάνη στο ρόλο του Γουίλλυ Λόμαν, ενός ανθρώπου που πίστεψε πως εκείνος μόνον δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν για όλη την ανθρωπότητα κάποιοι «ευυπόληπτοι» κύριοι που παροικούν σήμερα την κορυφή της πολιτικής και του επιχειρηματικού κόσμου.
Εξήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, το έργο παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ, αφού το ποσοστό της φτώχειας σε παγκόσμια κλίμακα ακολουθεί σήμερα ανοδική πορεία και αποτελεί πλέον εν δυνάμει απειλή για όλον τον κόσμο.
Πηγή έμπνευσης του έργου στάθηκε για τον Μίλλερ, ο πατέρας του που ήταν εμποράκος. Πουλούσε γυναικεία ρούχα στη Νέα Υόρκη. Στη μεγάλη οικονομική ύφεση στην Αμερική το 1929, καταστράφηκε. Από εκείνη την ημέρα έπαψε να κοιτάει το γιο του στα μάτια. Και έτσι, ντροπιασμένος, πέθανε.
Ο Γουίλλυ Λόμαν, ο εμποράκος, ζει την τελευταία ημέρα της ζωής του. Χωρίς δουλειά, χωρίς όνειρα, και με τον τρόμο ότι στα μάτια των άλλων θα είναι ένας αποτυχημένος. Μέσα από τη ζωή του Λόμαν, ο Μίλλερ εξετάζει το μύθο του Αμερικανικού ονείρου, που σήμερα έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο - τις ελπίδες και τους φόβους της μέσης κοινωνικής τάξης.
Ένα δροσερό Σαββατοκύριακο του Απριλίου του 1948, ο Άρθουρ Μίλλερ, 33 ετών τότε, απολαμβάνοντας το ξάφνιασμα της επιτυχίας του πρώτου του θεατρικού έργου Ήταν όλοι τους παιδιά μου, αποχαιρετούσε γνέφοντας την πρώτη του σύζυγο και τα δύο παιδιά του και ξεκινούσε από το Μπρούκλυν για το Κονέκτικατ. Εκεί σκόπευε να κτίσει ένα μικρό σπίτι στην κορυφή του λόφου. «Ήταν μια καθαρά ενστικτώδης κίνηση. Ποτέ άλλοτε δεν είχα κτίσει κάτι».
Καθώς λοιπόν δούλευε και έφτιαχνε το σπίτι του ή μάλλον την καλύβα του, ο Μίλλερ επαναλάμβανε τις δύο ατάκες του, «Σκεφτόμουν συνέχεια πως μόλις φτιάξω την οροφή και βάλω τα παράθυρα, θα ξεκινήσω να το γράφω.» Και, πράγματι, άρχισε ένα ανοιξιάτικο πρωινό.
Στο διάστημα μιας ημέρας είχε γράψει σχεδόν ακέραιη την πρώτη πράξη από τον Θάνατο του Εμποράκου. Από τότε οι πωλήσεις του έχουν ξεπεράσει τα έντεκα εκατομμύρια αντίτυπα, καθιστώντας το πιθανόν το πιο επιτυχημένο σύγχρονο έργο που έχει εκδοθεί.
«Δεν έγραψε τον Θάνατο του εμποράκου. Τον συνειδητοποίησε», σημείωσε ο σκηνοθέτης του πρώτου ανεβάσματος Ελία Καζάν, στην αυτοβιογραφία του Μια ζωή. «Βρισκόταν μέσα του, φυλαγμένο, περιμένοντας μέχρι να φανερωθεί».
Ύστερα από αυτή την πρώτη ημέρα της έμπνευσης, ο Μίλλερ χρειάστηκε έξι εβδομάδες για να ολοκληρώσει το έργο του.
Ένα απόγευμα του Δεκεμβρίου του 1998, ο Άρθουρ Μίλλερ, 83 ετών πια, επέστρεψε στην καλύβα στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ μαζί με την Τρίτη σύζυγό του, τη φωτογράφο Ίνγκε Μόραθ. Αν και έχει ζήσει δίπλα στον Μίλλερ περισσότερο από τρεις δεκαετίες και σε απόσταση μόλις ένα μίλι από την καλύβα που γεννήθηκε ο Εμποράκος, δεν είχε δει ποτέ της το μέρος, μέχρι εκείνο το απόγευμα. Ο Μίλλερ, που τη συνόδευε, διαπίστωσε πως η λευκή κατασκευή του, που στεκόταν στην κορυφή του λόφου κι έβλεπε προς τη Δύση, χρειαζόταν μια νέα στρώση μπογιάς. «Ω ναι, όσο βάφεται θα αντέχει και θα διαρκεί», είπε αναλογιζόμενος αυτό που είχε γράψει...
Ένα χρόνο μετά την πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα του Εμποράκου αποκαλύφθηκε ότι ο Μίλλερ ήταν πρώτος-πρώτος στον κατάλογο «υπό επιτήρηση καλλιτεχνών» που είχε καταρτίσει, τότε, το Kογκρέσο για τους καλλιτέχνες που θεωρούσε ότι ασκούσαν «κομμουνιστική επιρροή επί των τεχνών».
Το έργο αυτό όχι μόνο πρόσφερε στον τριαντατριάχρονο τότε Μίλλερ παγκόσμια αναγνώριση αλλά αποτέλεσε επίσης και τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου. Μέσα από τη ζωή του Γουίλλυ Λόμαν ο Μίλλερ εξετάζει το μύθο του αμερικανικού ονείρου: τις ελπίδες και τους φόβους της μέσης τάξης στην αμερικανική κοινωνία. Στο μισό αιώνα που μεσολάβησε η δραματική αυτή προσφορά ξανανέβηκε δύο ακόμα φορές στο Μπρόντγουαιη. Την τελευταία φορά, το 1999, απέσπασε το βραβείο Τόνι καλύτερης αναβίωσης έργου.
Τα έργα του Μίλερ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα.
Ο ίδιος ο Μίλλερ έγραφε για το έργο του: «Η τρομοκρατία σήμερα δεν άλλαξε και πολύ. Το έργο μου είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Ο Εμποράκος είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου που πίστεψε πως μόνο εκείνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν, για όλη την ανθρωπότητα, κάποιοι φρεσκοξυρισμένοι, άκαμπτοι κύριοι που παροικούν σήμερα την κορυφή των τηλεοπτικών επιχειρήσεων και των διαφημιστικών γραφείων».
Ο Θάνατος του Εμποράκου πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουαιη το 1949 και χάρισε στον Μίλλερ το βραβείο Πούλιτζερ καλύτερου έργου την ίδια χρονιά.
Ο Εμποράκος όχι μόνο πρόσφερε στον τριαντατριάχρονο τότε Μίλλερ παγκόσμια αναγνώριση, αλλά αποτέλεσε επίσης και τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου Αμερικανικού θεάτρου.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Μετάφραση: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνοθεσία- Δραματουργική επεξεργασία:Γιάννης Ιορδανίδης
Σκηνικά- κοστούμια: Γιώργος Πάτσας
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί:Λευτέρης Παυλόπουλος
ΠΑΙΖΟΥΝ
Θύμιος Καρακατσάνης, Αφροδίτη Γρηγοριάδου, Μιχάλης Μαρκάτης, Ελευθερία Ρήγου, Χάρης Εμμανουήλ, Στάθης Κακαβάς, Κωνσταντίνος Καρβέλης, Γιώργος Ρούφας, Ελευθερία Ευθυμιάτου, Φίλιππος Φιλόγλου (www.opencalendar.gr)
Απογευματινή Προβολή: 18.30, Βραδινή: 21.30