Ο Υφυπουργός Οικονομικών, κ. Φίλιππος Σαχινίδης, απάντησε την Πέμπτη 24 Ιουνίου, σε Επίκαιρη Ερώτηση του Βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Μαυρουδή Βορίδη σχετικά με το ύψος διασφάλισης των τραπεζών για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ο κ. Σαχινίδης ερωτήθηκε αν προτίθεται η Κυβέρνηση να υπαγάγει με σχετική νομοθετική πρωτοβουλία στις διατάξεις του ν. 3259/2004 και οφειλέτες που δεν υπήχθησαν σε αυτές με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3723/2008, δεδομένης και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και αν όχι γιατί και αν θα περιοριστούν οι διασφαλίσεις που απαιτούν και παίρνουν οι τράπεζες από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες και τριτεγγυητές, μέχρι το τριπλάσιο του καθαρού κεφαλαίου, όπως αυτό καθορίζεται από το άρθρο 39 του ν. 3259/2004.
Ο Υφυπουργός είπε ότι με αυτήν την Ερώτηση αναδεικνύεται ένα πρόβλημα, που διαχρονικά έχει φέρει σε πάρα πολύ δύσκολη θέση πολλούς πολίτες που υποχρεώθηκαν στο παρελθόν να δανεισθούν και μάλιστα σε μία περίοδο, όπως ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’80 και του ’90, πριν η χώρα εισέλθει στην ΟΝΕ, όταν τα επιτόκια ήταν πάρα πολύ ψηλά.
«Το πρόβλημα αυτό, όπως ξέρετε, έφτασε στο σημείο να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις, διότι τα υψηλά επιτόκια της περιόδου πριν από την
ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, ευνοούσαν τη διόγκωση των οφειλόμενων καθυστερημένων και ληξιπρόθεσμων ποσών. Ταυτόχρονα, στην υπερχρέωση συνέτεινε και το γεγονός της υψηλής συχνότητας ανατοκισμού από την πλευρά των τραπεζών», πρόσθεσε ο κ. Σαχινίδης.
ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ, ευνοούσαν τη διόγκωση των οφειλόμενων καθυστερημένων και ληξιπρόθεσμων ποσών. Ταυτόχρονα, στην υπερχρέωση συνέτεινε και το γεγονός της υψηλής συχνότητας ανατοκισμού από την πλευρά των τραπεζών», πρόσθεσε ο κ. Σαχινίδης.
Η πολιτεία, είπε ο Υφυπουργός, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, πήρε σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών. Και η λύση, σ’ αυτά τα ζητήματα δεν είναι εύκολη. Γιατί η οποιαδήποτε ρύθμιση για τα πανωτόκια, δηλαδή τους τόκους επί των χρεωμένων τόκων, πρέπει να ισορροπεί μεταξύ του αιτήματος για οικονομική παρέμβαση με κοινωνικό προσανατολισμό και εξομάλυνση ακραίων καταστάσεων και της αναγκαιότητας για ομαλή και αδιατάρακτη λειτουργία του πιστωτικού συστήματος. Έτσι, ψηφίστηκε αρχικά ο ν. 2789/2000 που με το άρθρο 30 παράγραφος 1 ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση, που παρήχθησαν από κάθε είδους συβάσεις δανείων ή πιστώσεων. Στη συνέχεια εκδόθηκε ο νόμος 2912/2001 που με το άρθρο 42 παράγραφος 1, ρύθμιζε τη συνολική οφειλή από τις συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, ενώ με τις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του 3259/2004, αλλά και του άρθρου 8 του νόμου 3723/2008, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησε να αντιμετωπίσει το μεγάλο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί πια στην χώρα μας από την επιβολή ανατοκισμού τόκων και τόκων υπερημερίας στα χορηγηθέντα δάνεια και στις πιστώσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να τεθεί φραγμός στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις των τραπεζών. Η ρύθμιση του άρθρου 39 του ν. 3259 βρίσκεται σε ισχύ και συνεπώς σε καμία περίπτωση τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να ζητήσουν πάνω από το τριπλάσιο του ληφθέντος κεφαλαίου λόγω δανείου ή πίστωσης από τους δανειολήπτες.
Βεβαίως, υπήρξαν ασάφειες που ήρθε να καλύψει η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3723 η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε δανειολήπτες να επαναυποβάλουν αίτηση υπαγωγής τους στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου επικαλούμενοι τη σωστή ερμηνεία του, δηλαδή ότι τα τιθέμενα όρια για το ανώτατο ποσό αρχικού κεφαλαίου και διαμορφούμενης οφειλής σε συγκεκριμένη ημερομηνία, λαμβάνονται υπόψη σωρευτικά και όχι διαζευκτικά από τα πιστωτικά ιδρύματα. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει ζήτημα παράτασης της προθεσμίας που είχε τεθεί με το άρθρο 8 του ν.3723, γιατί αυτή αφορούσε περιορισμένο αριθμό δανειοληπτών, που κακώς είχαν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του νόμου για τα πανωτόκια, που ήδη εξακολουθεί να ισχύει.
Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ερώτημά του ερωτώντος, ο κ. Σαχινίδης είπε ότι σχετικά με τις εξασφαλίσεις και εγγυήσεις που απαιτούν τα πιστωτικά ιδρύματα από τους ληξιπρόθεσμους οφειλέτες, αυτές ρυθμίζονται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο του 3816/2010. Σύμφωνα με αυτό «το σύνολο των υφισταμένων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη πράξη ή διατύπωση».
Ο Υφυπουργός Οικονομικών στη δευτερολογία του είπε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε υπερβολικές αντιδράσεις από τη μεριά του τραπεζικού συστήματος, με δεδομένες τις πολλές φορές ακραίες ή τεταμένες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας, το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο και με μια κρίση ρευστότητας. «Είναι ομολογουμένως μία κρίση, η οποία ενισχύθηκε και από τη δημοσιονομική κρίση με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι», είπε ο Υφυπουργός και συνέχισε, «αντιλαμβάνομαι και οφείλω να ομολογήσω ότι θα λάβω υπ’ όψιν μου την ανάπτυξη, την οποία κάνετε στην ερώτησή σας, για να εξετάσω τα θέματα, τα οποία έχετε βάλει».
Στη συνέχεια ο Υφυπουργός σημείωσε ότι δεν είναι μόνο η λειτουργία των πανωτοκίων, η οποία οδήγησε πάρα πολλούς δανειολήπτες να βρεθούν στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται σήμερα και να χρωστούν πολύ μεγαλύτερα ποσά σε σχέση με την αρχική οφειλή, την οποία είχαν. «Διότι θα πρέπει να κάνουμε μία διάκριση στην εξέλιξη του προβλήματος από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου τότε πρωτίστως ήταν αποτέλεσμα των υπέρογκων επιτοκίων, σε σχέση μ’ αυτό που παρακολουθήσαμε ως φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 2000, όπου το πρόβλημα παύει πλέον να είναι κυρίως πρόβλημα του επιτοκίου, αλλά αρχίζει και μετατρέπεται σε πρόβλημα συνολικής οφειλής, δηλαδή, του αρχικού κεφαλαίου, το οποίο δανείστηκαν νοικοκυριά, τα οποία δεν είχαν την απαιτούμενη πιστωτική παιδεία για να μπορέσουν να συνεκτιμήσουν τί ακριβώς σηματοδοτεί η ανάληψη τόσο μεγάλης υποχρέωσης έναντι του τραπεζικού συστήματος», είπε.
Αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στο ότι το τραπεζικό σύστημα δεν ήταν απελευθερωμένο, πρόσθεσε ο Υφυπουργός. Είχαμε διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια και για τα δάνεια και για τις καταθέσεις. Επομένως, οι περισσότεροι από τους καταναλωτές δεν είχαν εξοικειωθεί με την ιδέα τί ακριβώς συμβαίνει όταν ο κύκλος της οικονομίας περάσει σε μία διαφορετική φάση και αυτοί είναι δεσμευμένοι με πολύ υψηλότερα κεφάλαια, από αυτά τα οποία μπορούν με βάση τα εισοδήματα τους να διαχειριστούν, ούτε βέβαια και κάποιος από αυτούς μπορούσε να συνειδητοποιήσει τί ακριβώς θα συμβεί για τον ίδιο και την οικογένεια του, εάν τελικά βρεθεί αντιμέτωπος και με μία μείωση των εισοδημάτων του.
«Γι’ αυτό και λέω ότι ένα από τα θέματα, τα οποία θα πρέπει να δούμε παράλληλα με αυτά τα οποία προτείνετε, είναι και το θέμα της πιστωτικής παιδείας. Και εκείνο το οποίο αναγνωρίζω και διαπιστώνω είναι και η απουσία θεσμών συμβουλευτικής υποστήριξης των καταναλωτών που, δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι είχαμε μία έξαρση του δανεισμού των νοικοκυριών, η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν πήρε μέτρα και πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση δηλαδή να βοηθήσει τα νοικοκυριά, τα οποία μέρα με την ημέρα δανείζονταν περισσότερο», είπε ο Υφυπουργός.
Κλείνοντας ο Υφυπουργός Οικονομικών σημείωσε ότι οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία στην κατεύθυνση της ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τα παραπάνω στοιχεία και όχι απλώς να υπαγάγγει νέους οφειλέτες σε παλαιότερες ρυθμίσεις, παρατείνοντας τις προθεσμίες που προβλέπονται από το νόμο.
Το συνερωτώμενο Υπουργείο Οικονομίας έχει προχωρήσει σε ανάλογη νομοθετική πρωτοβουλία και δίνει πραγματικά τη δυνατότητα σε χιλιάδες υπερχρεωμένους καταναλωτές και επαγγελματίες να ξεφύγουν από μία κατάσταση χωρίς προοπτική, αλλά και στα πιστωτικά ιδρύματα να ικανοποιήσουν μέρος των απαιτήσεων τους, που σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν αδύνατο να πετύχουν. Παράλληλα, πρόκειται για μία πρωτοβουλία που λαμβάνει υπ’ όψιν την ανάγκη για σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου στη σχέση των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών, ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι διατάξεις, ώστε να αποφευχθούν τα ερμηνευτικά προβλήματα των προηγούμενων νομοθετημάτων.