ΓΤΤ


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ «ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ»

http://www.zoomnews.gr/wp-content/uploads/2010/03/saxinidis.jpg


Ευχαριστώ κυρία Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θέλω να σας ευχαριστήσω για τις επισημάνσεις, τις προτάσεις και τα σχόλια που διατυπώσατε κατά την διάρκεια της συζήτησης, τα οποία θα εξετάσει και θα αξιολογήσει η Κυβέρνηση. Ακούγοντας τις απαντήσεις των φορέων κατά την πρωινή συνεδρίαση, στις ερωτήσεις των συναδέλφων, νομίζω ότι προέκυψαν τρία κομβικά ζητήματα σε ότι αφορά το νομοσχέδιο.
Το πρώτο, όπως έγινε κατανοητό, είναι ποια είναι η αναγκαιότητα που μας ωθεί στη δημιουργία αυτού του Ταμείου.
Το δεύτερο σχετίζεται με τις σημερινές συνθήκες, οι οποίες από πολλούς συναδέλφους συγκρίνονται με αυτές που υπήρχαν όταν  δρομολογήθηκε η ανάλογη πρωτοβουλία της προηγούμενης Κυβέρνησης, της Νέας Δημοκρατίας. Είναι ίδιες; Ακούω πολλές φορές να επαναλαμβάνεται αυτή η άποψη. Δηλαδή ότι «οι σημερινές συνθήκες είναι ακριβώς οι ίδιες με εκείνες που υπήρχαν το 2008».
Το τρίτο σχετίζεται με τα κριτήρια που ενεργοποιούν την διαδικασία με την οποία μια τράπεζα θα προσφύγει στο Ταμείο. Αυτά είναι τα τρία σημαντικότερα ζητήματα, όπως τουλάχιστον τα κατέγραψα από τις ερωτήσεις.
Σε ότι αφορά το πρώτο, είναι γεγονός, ότι μετά από μία δεκαετία κερδοφορίας, οι τρέχουσες δημοσιονομικές συνθήκες, αλλά και η πορεία της πραγματικής οικονομίας, μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες που να καταστήσουν αναγκαία την ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών.
Όλοι αναγνωρίζουμε ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περιορισμένες συνθήκες πρόσβασης στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και με δεδομένο ότι αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει, αν δεν κάναμε αυτό το
Ταμείο, θα μπορούσαμε να έχουμε υπό αίρεση και υπό αμφισβήτηση το μέλλον του τραπεζικού συστήματος.
Επειδή κάποιος μπορεί να το αμφισβητήσει, σας παραπέμπω σε αναλύσεις που κατά καιρούς γίνονται στο εξωτερικό, είτε αυτά είναι δημοσιεύματα εφημερίδων, είτε είναι δημοσιεύματα αναλυτών, που κατά καιρούς έχουν θέσει αυτόν τον προβληματισμό.
Όταν λοιπόν έγινε η συζήτηση για το Μνημόνιο, τρία ήταν τα θέματα τα οποία τέθηκαν. Το πρώτο θέμα είναι πως θα αντιμετωπιστούν τα δημοσιονομικά προβλήματα και το δεύτερο ήταν πως θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ώστε η ελληνική οικονομία να μπορέσει να ξαναμπεί σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, διότι αυτή ήταν η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε το σύνολο των προβλημάτων.
Πέρα λοιπόν από τα διαρθρωτικά μέτρα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν την Οικονομία να προχωρήσει, ο τρίτος κρίσιμος και καθοριστικός παράγοντας για να μπορέσει η Οικονομία να λειτουργήσει, είναι να υπάρχει ρευστότητα η οποία να διοχετεύεται στην Οικονομία. Για να διοχετευτεί ρευστότητα στην Οικονομία πρέπει να υπάρχει ένα υγιές τραπεζικό σύστημα.
Το Ταμείο υπάρχει ως μια δικλίδα ασφαλείας, που διαμορφώνει εκείνες τις ψυχολογικές συνθήκες, ώστε κανείς να μη μπορεί να αμφισβητήσει ότι το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα σε περίπτωση που παραστεί ανάγκη, θα έχει κάπου ένα αποκούμπι, από όπου θα μπορεί να πάρει εκείνα τα αναγκαία κεφάλαια προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της κεφαλαιακής επάρκειας.
Αυτοί ήταν οι λόγοι που μας οδήγησαν να προχωρήσουμε στη δημιουργία του συγκεκριμένου Ταμείου. Οι σημερινές συνθήκες διαφέρουν αισθητά σε σχέση με τις συνθήκες του 2008. Υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι, όπως η ύφεση και μην ξεχνάτε ότι έχουν μεσολαβήσει από τότε και μια σειρά από υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες βέβαια έχουν δημιουργήσει και μια σειρά από προβλήματα. Άρα, όποιος επιχειρεί να βγάλει συμπεράσματα για το τι κάνει σήμερα η Κυβέρνηση, σε σχέση με το τι έκανε η Κυβέρνηση της Ν.Δ. το 2008, ξεκινά από μια εντελώς λανθασμένη αφετηρία και συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Να υπενθυμίσω, εν πάση περιπτώσει ποια ήταν η θέση που κατέθετε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν είπε όχι στη στήριξη που χρηματοπιστωτικού συστήματος, το αντίθετο, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. είπε ότι ναι, πρέπει να υπάρξει στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά όχι με τον τρόπο με τον οποίο επιχειρείτο. Συγκεκριμένα, η άποψη που καταθέταμε τότε και τα ερωτήματα που καταθέταμε - και επιβεβαιωθήκαμε εκ των υστέρων-  ήταν, «μπορείτε να διασφαλίσετε προϋποθέσεις, ώστε αυτά τα χρήματα τα οποία θα δοθούν για να στηριχθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο τέλος θα μετατραπούν σε πιστωτική επέκταση;». Kαι αποδείχθηκε ότι με τους τρόπους με τους οποίους χορηγήθηκε, δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Έκτοτε, άλλαξε πάρα πολύ η φύση των προβλημάτων, τα οποία σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε με μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες, μεταξύ των οποίων και η νομοθετική πρωτοβουλία για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Πρέπει να επιμείνω εδώ, ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα τα Ελληνικά Πιστωτικά Ιδρύματα, σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τη δημοσιονομική κρίση της Χώρας, την ύφεση μέσα στην οποία κινείται η Ελληνική Οικονομία και βέβαια το κλείσιμο των κεφαλαιαγορών. Και πήραμε ήδη μια πρώτη γεύση από τις συνέπειες της πιστοληπτικής ασφυξίας στην οποία περιήλθε η Χώρα και από τις υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι προκάλεσαν σημαντικές πιέσεις προς το Ελληνικό πιστωτικό σύστημα. Η άμεση μετάδοση αυτών των πιέσεων προήλθε από το γεγονός ότι τα Ελληνικά Πιστωτικά Ιδρύματα κατέχουν ένα σημαντικό μέρος των Ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια τους. Η υποχώρηση της τιμής των Ομολόγων είχε διπλό αντίκτυπο, καθώς επηρέασε αρνητικά τα χαρτοφυλάκια των Τραπεζών, ενώ επιπλέον πίεσε και τη ρευστότητά τους, καθώς αυτά τοποθετούν μεγάλο μέρος της ρευστότητας σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και ένα όργιο φημών που υπήρχε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, όπου ετέθη υπό αμφισβήτηση η δυνατότητα των Τραπεζών να στηρίξουν την καταθετική τους βάση, γεγονός που ώθησε πάρα πολλούς πολίτες να πηγαίνουν στις Τράπεζες και να παίρνουν τις καταθέσεις τους, αυτό δημιούργησε ένα επιπλέον πρόβλημα. Και όλα αυτά μαζί δημιούργησαν μια πολύ δύσκολη κατάσταση για το Τραπεζικό Σύστημα.
Αντίθετα λοιπόν με ό, τι είδαμε να συμβαίνει διεθνώς, κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια, εδώ η πίεση δεν προήλθε από τα τοξικά προϊόντα ή από υπερβολική ανάληψη κινδύνου, αλλά κυρίως από τη δυσμενή εξέλιξη των δημοσιονομικών της Χώρας και από την υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης.
Είναι γεγονός, ότι τόσο το 2009 όσο και το 2010 έχουμε μια επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επιδεινωθεί η ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των Τραπεζών, γεγονός που επισύρει και τις ανάγκες για περισσότερα κεφάλαια. Έτσι λοιπόν, νομίζω ότι είναι χρήσιμο και συνετό από τη δική μας πλευρά, να μη φτάσουμε στο σημείο εκείνο στο οποίο θα δοκιμαστούν οι αντοχές - και θα δοκιμαστούν κατά τρόπο επικίνδυνο για το σύνολο της οικονομίας - του τραπεζικού συστήματος. Αναγνωρίζοντας ωστόσο την καθοριστική σημασία του τραπεζικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα, προβλέπεται από το Μνημόνιο, η δημιουργία του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και η ίδρυση του συμπεριλαμβάνεται στις δράσεις που έχουν προγραμματιστεί να υλοποιηθούν μέχρι το πέρας του δεύτερου τριμήνου του 2010.
Σκοπός του Ταμείου είναι να διατηρηθεί η σταθερότητα στο Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα, κυρίως μέσα από την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας. Ουσιαστικά δημιουργούμε ένα δίχτυ ασφαλείας για την περίπτωση που κάποια Τράπεζα θα χρειαστεί να ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια, σε περίπτωση που συρρικνωθούν τα δικά της κεφάλαια.
Να ξεκαθαρίσουμε ότι ο σκοπός του Ταμείου, δεν είναι η στήριξη της ρευστότητας, καθώς αυτή θα εξακολουθήσει να παρέχεται επαρκώς σύμφωνα με τους υφιστάμενους μηχανισμούς, δηλαδή με τις διευκολύνσεις παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εγγυήσεις του νόμου 3723/2008.
Το Ταμείο, θα έχει μια μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και θα χρηματοδοτηθεί με 10 δισ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο, στο πλαίσιο της συμφωνίας των 110 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό των 10 δισ. ευρώ θα καλυφθεί σταδιακά. Το κεφάλαιο του Ταμείου θα ενσωματώνεται σε μη μεταβιβάσιμους τίτλους και θα κατατίθεται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που τηρείται από την Τράπεζα της Ελλάδος αποκλειστικά για την επίτευξη των στόχων του παρόντος Νόμου, ενώ αποκλείεται η άσκηση κάθε άλλης επενδυτικής ή δανειοδοτικής δραστηριότητας. Η διάρκεια του Ταμείου θα είναι επταετής και μετά το πέρας αυτής της διάρκειας το σύνολο της περιουσίας του θα περιέρχεται στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου.
Έγινε λοιπόν μια συζήτηση, για τον τρόπο ορισμού της Διοίκησης του Ταμείου που θα ασκείται από ένα επταμελές συμβούλιο, αποτελούμενο από ένα Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους, οι οποίοι είναι εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ. και τέσσερα μη εκτελεστικά, εκ των οποίων τα δύο, είναι ex officio μέλη, που εκπροσωπούν το Υπουργείο Οικονομικών και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Άκουσα, κυρίως κατά τη συζήτηση με τους φορείς, όχι στη διάρκεια της τωρινής διαδικασίας, ότι θα ελέγχεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Να ξεκαθαρίσω ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα ορίσουν από έναν παρατηρητή που θα συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Δ.Σ.. Μια δεύτερη επισήμανση η οποία έγινε, αφορά τον ρόλο της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Νομίζω ότι, αυτό το οποίο θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, είναι ότι υπάρχει ένα ζήτημα στατιστικής αντιμετώπισης των επιπτώσεων από τη λειτουργία του Ταμείου και αυτό το οποίο προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε με τις συγκεκριμένες διατάξεις είναι, να μη θεωρηθεί ότι είναι μέρος της Κυβέρνησης και επομένως οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο να επιβαρύνουν τα ελλείμματα. Διότι, στην υποθετική περίπτωση, που έρθει μια Τράπεζα και ζητήσει ένα ή δύο δισ. ευρώ, αυτά θα συνυπολογιστούν στο έλλειμμα τη στιγμή που προσπαθούμε να μειώσουμε το έλλειμμα από το 13,6% στο 8,1%.
Υπάρχει λοιπόν μια διαδικασία, δύο φάσεων στην επιλογή διοίκησης του ταμείου. Το πρώτο μέρος της, είναι η φάση όπου ανατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος να κάνει έλεγχο των προσώπων τα οποία δυνητικά μπορούν να οριστούν μέλη του Δ.Σ., είναι η προεπιλογή. Η δεύτερη φάση, όπου ο Υπουργός Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ορίζει ποια είναι αυτά τα μέλη. Η αλήθεια είναι ότι εδώ υποκρύπτεται μια διαδικασία συναίνεσης για τα πρόσωπα, τα οποία θα συμμετάσχουν, επομένως, νομίζω ότι είναι σαφές, ποιος είναι ο στόχος τον οποίο επιχειρεί η Κυβέρνηση μέσα από τη συγκεκριμένη ρύθμιση. Να μη θεωρηθούν οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο, ως μέρος των δαπανών που συνυπολογίζονται στο έλλειμμα της Κυβέρνησης.
Η διατύπωση, όπως έχει ενσωματωθεί στο Νομοσχέδιο διασφαλίζει μια συναινετική διαδικασία. Από την άλλη μεριά προστατεύει τη Χώρα, όσο μπορεί, από το ενδεχόμενο τυχόν εκταμίευσης, εκτός αν επιθυμείτε κάθε εκταμίευση από το Ταμείο να συνυπολογίζεται στο έλλειμμα της Κυβέρνησης οπότε και να το καταθέσετε επισήμως.
Αυτό, λοιπόν, που προσπαθούμε να κάνουμε χαρακτηρίζοντας το πρόσωπο αυτό ως «νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» δίνοντας τη δυνατότητα να υπάρχει μια ανεξαρτησία από την Κυβέρνηση, είναι να διασφαλίσουμε ότι, δεν θα θεωρηθεί καμία εκταμίευση του ταμείου ως μέρος δαπανών της γενικής Κυβέρνησης.
Το είπα ευθύς εξαρχής ότι, όλες οι παρατηρήσεις και επισημάνσεις και τα σχόλια θα ληφθούν υπόψη, αλλά επανέρχομαι στο σημείο αυτό και λέω ότι, προσπαθούμε να συνδυάσουμε το «τερπνόν μετά του ωφελίμου». Τι προσπαθούμε, λοιπόν, να πετύχουμε: Να μην θεωρηθεί ότι, το συγκεκριμένο Ταμείο είναι μέρος της γενικής Κυβέρνησης, διότι, εάν θεωρηθεί ότι είναι, υπάρχει ο κίνδυνος, κάθε φορά που θα έχουμε μια εκταμίευση για να στηρίξουμε μια τράπεζα, αυτό να μας οδηγήσει αυτόματα σε αύξηση του ελλείμματος. Εάν υπάρχει κάποιος άλλος προσφορότερος τρόπος, να το κάνουμε τότε να κατατεθεί αυτή η πρόταση. Όποιος συνάδελφος έχει τη δυνατότητα να καταθέσει μια τέτοια πρόταση, που να είναι αποδεχτή από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να τη συζητήσουμε - αρκεί να κατατεθεί έγκαιρα - και να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας. και να την αξιολογήσουμε.
Η στελέχωση του ταμείου μπορεί να γίνει κατόπιν αποφάσεως του Δ.Σ. με προσλήψεις προσωπικού με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Βέβαια, θα υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα, για την υπό όρους απόσπαση προσωπικού από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και την Τράπεζα της Ελλάδος. Αντιλαμβάνεστε ότι, θα πρέπει να υπάρχει η αναγκαία «ευελιξία», προκειμένου τα στελέχη με τα οποία θα στελεχωθεί το συγκεκριμένο Ταμείο, να έχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις αυξημένες απαιτήσεις.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων θα παρακολουθείται στενά, έτσι ώστε να διαγνωστούν έγκαιρα πιθανές ανεπάρκειες σε ίδια κεφάλαια. Η αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας σαν κριτήριο θα λαμβάνει υπόψη και τις κεφαλαιακές ανάγκες στο πλαίσιο του πυλώνα δύο. Ουσιαστικά, ο έλεγχος του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας - όπως υπολογίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ξεχωριστά για κάθε πιστωτικό ίδρυμα - θα είναι και το κρίσιμο μέγεθος. Αυτός λαμβάνει υπόψη το σύνολο των κινδύνων που έχει αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβει κάθε πιστωτικό ίδρυμα - και αναφέρομαι στο τρίτο θέμα που αναδείχθηκε από τη σημερινή συζήτηση - όπως αυτοί προσδιορίζονται από την παράγραφο 28 του νόμου 3601/2007 και την πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2595, η οποία καθορίζει τα κριτήρια, που πρέπει να διέπουν τη διαδικασία αξιολόγησης επάρκειας εσωτερικού κεφαλαίου των πιστωτικών ιδρυμάτων και της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης, που ακολουθεί Τράπεζα της Ελλάδος. Δηλαδή, υιοθετούνται ευρύτερα κριτήρια και πέρα από τις βασικές παραμέτρους κινδύνου - πιστωτικός κίνδυνος, κίνδυνος αγοράς και λειτουργικός κίνδυνος - που προσδιορίζονται και μετρούνται στον πυλώνα ένα.
Στο άρθρο 6 του σχεδίου νόμου καταγράφονται συγκεκριμένα οι περιπτώσεις, κατά τις οποίες πραγματοποιείται η ενεργοποίηση του ταμείου είτε βάση αίτησης ενός πιστωτικού ιδρύματος, η οποία θα αξιολογείται από την Τράπεζα της Ελλάδος είτε κατόπιν υπόδειξης της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η παροχή της κεφαλαιακής στήριξης σε έναν πιστωτικό ίδρυμα δεν δίδεται «εν λευκώ». Προβλέπεται ένα «πλέγμα» δικαιωμάτων παρέμβασης στη διοίκηση των τραπεζών, τα οποία θα ασκούνται με την επιφύλαξη των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Επειδή άκουσα τον κ. Παπαδημούλη να κάνει μια ερώτηση και μου ζήτησε να απαντήσω, να του πω ότι: Πρώτον, Το ερωτηματολόγιο, το οποίο αυτή τη στιγμή συμπληρώνουν οι τράπεζες και στο οποίο αναφερθήκατε είναι, στα πλαίσια του ν. 3723/2008 και το συμπληρώνουν όλες οι τράπεζες, οι οποίες συμμετείχαν στο πρόγραμμα. Δεύτερον, τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι υποχρεωμένη, ανά πάσα στιγμή, να παρακολουθεί και να υπολογίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτή είναι μια από τις αρμοδιότητες που έχει εξ ορισμού. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η Τράπεζα της Ελλάδος έχει αυτά τα στοιχεία, εξ ορισμού, τα έχει και το ευρωσύστημα, άρα τα έχει η τρόικα. Επομένως, δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό, το οποίο είπατε. Αναφερθήκατε σε δύο ζητήματα εκ των οποίων το ένα γίνεται υποχρεωτικά, το προβλέπει νόμος – ο 3723 - και το δεύτερο είναι, ούτως ή άλλως, ένα από τα καθήκοντά που έχει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το Ταμείο θα διατηρεί δικαίωμα αρνησικυρίας σε αποφάσεις ενός πιστωτικού ιδρύματος, που αφορούν θέματα επιχειρησιακής στρατηγικής, απόδοσης μερισμάτων, μισθολογικών θεμάτων και διαχείρισης ενεργητικού παραθετικού.
Στο άρθρο 6 εξειδικεύονται οι ενέργειες, που στοχεύουν στην εξυγίανση ενός πιστωτικού ιδρύματος και που αφορούν παρεμβάσεις στην επιλογή των προσώπων, που ασκούν τη διοίκηση, η υποβολή επιχειρησιακού σχεδίου, που θα περιγράφονται τα αναλυτικά μέτρα, τα οποία θα λάβει το πιστωτικό ίδρυμα, μεταξύ άλλων και εξαγορές, συγχωνεύσεις και μεταβιβάσεις λειτουργιών και μονάδων σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα.
Τέλος, καθορίζεται και λεπτομερές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των συγκεκριμένων μέτρων, ενώ το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα υποβάλεται προς έγκριση από το Υπουργείο Οικονομικών στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η διάρκεια του σχεδίου δεν θα δύναται να υπερβεί τα τρία έτη σε διάρκεια με παράταση δύο ετών κατόπιν ειδικής άδειας από το Ταμείο και εισήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος.
Στο άρθρο 7 περιγράφονται οι διαδικασίες και οι μορφές, που λαμβάνει η ενίσχυση των πιστωτικών ιδρυμάτων με ίδια κεφάλαια. Αυτά θα παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα, μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών, μέσω των οποίων το ταμείο θα συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο και αφού πλέον έχει εξαντληθεί κάθε άλλη περίπτωση κεφαλαιακής ενίσχυσης του πιστωτικού ιδρύματος.
Επιπλέον, προβλέπεται κάτω από ειδικές συνθήκες όταν υπάρχει υποχώρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του πυλώνα 1, κάτω απ’ το εποπτικό όριο του 8%, η έκδοση κατευθείαν κοινών μετοχών, ενώ προβλέπεται η μετατροπή των προνομιούχων σε κοινές, σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να υλοποιήσει τους όρους της αναδιάρθρωσης, βάσει των οποίων αρχικά είχαν εκδοθεί οι προνομιούχες μετοχές.
Αναφορικά με την τιμή διάθεσης των μετοχών, στο άρθρο 7 προβλέπεται ότι, αυτή θα πρέπει να «αντανακλά» την εύλογη ή αγοραία αξία τους, χωρίς να συνυπολογίζεται η στήριξη από το Ταμείο, την Τράπεζα της Ελλάδος ή το Ελληνικό Δημόσιο. Τέλος, τα πιστωτικά ιδρύματα θα καταβάλουν αποζημίωση για τις προνομιούχες μετοχές, το ύψος της οποίας καθορίζεται με απόφαση του ταμείου.
Άκουσα τον  συνάδελφο, τον κ. Πολατίδη, να κάνει μια παρατήρηση. Κύριε Πολατίδη, εκείνο, το οποίο λέμε με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, είναι το εξής: Υπάρχει ένα ενδεχόμενο - για τους δικούς της λόγους - μια τράπεζα, να μη θελήσει να εξαγοράσει τις μετοχές. Εμείς με την πρόβλεψη, που υπάρχει στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, δημιουργούμε αντικίνητρα. Για αυτό και λέμε ότι, το κόστος διατήρησης αυτών των κεφαλαίων στην τράπεζα αυξάνεται μετά από το πέμπτο έτος. Επειδή - και ενδεχομένως αυτό να οφείλεται σε κάτι, που δεν έγινε κατανοητό - πολλές φορές σας άκουσα να λέτε, «θα μοιράζει π.χ. μέρισμα, μια τράπεζα με ζημιές, στους κατόχους των προνομιούχων μετοχών;». Όχι βέβαια.
Όταν υπάρχουν ζημιές, βεβαίως και δεν θα διανεμηθούν κέρδη. Δεν τίθεται ζήτημα διανομής κερδών. Όμως, εάν η τράπεζα έχει κερδοφορία και διαπιστώσουμε ότι, η τράπεζα έχει αποκαταστήσει τη λειτουργία της, είναι βιώσιμη και παρ' όλα αυτά επιμένει, να μην προχωρά σε εξαγορά των συγκεκριμένων μετοχών, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί και να δημιουργήσουμε αντικίνητρα. Δηλαδή, να μην δώσουμε τη δυνατότητα στην τράπεζα να προχωρήσει και να διατηρήσει τα χρήματα αυτά.