ΓΤΤ


Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ «ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ»



Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, άκουσα με προσοχή τις επισημάνσεις και τα σχόλια των συναδέλφων από όλες τις πτέρυγες. Καταγράφω τη θετική στάση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο νομοσχέδιο. Σε ό,τι αφορά στους ομιλητές από τα υπόλοιπα Κόμματα της Αντιπολίτευσης, αδυνατώ να ερμηνεύσω τα επιχειρήματά τους, αλλά και τις απόψεις τους για το μέλλον του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Όλοι γνωρίζουμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι οι τράπεζες είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα και ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα προς όφελος των μετόχων τους. Η στάση τους, οι πρακτικές τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής και συχνά πολλοί έχουμε στηλιτεύσει πρακτικές που έχουν υιοθετήσει. Και είναι γεγονός ότι πρακτικές τραπεζών και ιδεοληψίες για το ρόλο των αγορών ευθύνονται για την εκδήλωση της τρίτης μεγαλύτερης κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος τους τελευταίους τρεις αιώνες.
Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, όταν αναφέρομαι στις τράπεζες και στο πιστωτικό σύστημα, δεν επιχειρώ να ωραιοποιήσω το ρόλο τους. Από την άλλη, όμως, δεν πρέπει να υιοθετούμε ή και να υποκύπτουμε σε μια λογική δαιμονοποίησης. Εκτός αν κάποιοι επιθυμούν μια επιστροφή στον αντιπραγματισμό, δηλαδή, σε μορφές οικονομικής και κοινωνικής
οργάνωσης όπου δεν υπάρχουν χρήματα και γίνονται συναλλαγές αγαθών με αγαθά και υπηρεσιών με υπηρεσίες ή εάν επιθυμούν επιστροφή σε μορφές οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης όπου δεν υπάρχουν τράπεζες και τραπεζικό σύστημα.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι πως οι τράπεζες έχουν κεντρικό ρόλο στο οικονομικό μας σύστημα και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι έχουν αποτελέσει σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας, όχι μόνο στη χώρα μας.
Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει σήμερα το πιστωτικό σύστημα και οι πιέσεις που δέχονται οι τράπεζες δεν προήλθαν κατά κύριο λόγο από δικά τους λάθη και αβλεψίες. Δεν προήλθαν από υπερβολική και άφρονα ανάληψη κινδύνου ούτε από επενδύσεις σε τοξικά ομόλογα και παράγωγα.
Αντίθετα με τα αίτια της διεθνούς πιστωτικής κρίσης και τις καταρρεύσεις τραπεζών σε άλλες χώρες, οι έντονες πιέσεις στις ελληνικές τράπεζες προήλθαν κυρίως από τη ραγδαία επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης στη χώρα. Η έντονη πίεση στη ρευστότητα των τραπεζών προκλήθηκε ουσιαστικά από τις διαδοχικές υποβαθμίσεις των ελληνικών ομολόγων, την εκτόξευση του κόστους δανεισμού και το κλείσιμο των αγορών κεφαλαίου για τις ελληνικές τράπεζες για αρκετό καιρό. Μοναδικός χορηγός ρευστότητας στην περίοδο αυτή παραμένει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ταυτόχρονα, η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, η επιβράδυνση της ανάπτυξης, ουσιαστικά η ύφεση που βιώνουμε, προκαλούν σημαντικές πιέσεις και στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών, καθώς καταγράφεται αύξηση των επισφαλειών, σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης και σαφής κάμψη της κερδοφορίας των τραπεζών.
Κρίθηκε, λοιπόν, απόλυτα αναγκαίο, ιδιαίτερα στην παρούσα κρίσιμη συγκυρία, να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός που να διασφαλίζει τη σταθερότητα του πιστωτικού συστήματος από μια ενδεχόμενη - όσο απίθανη και αν είναι αυτή - κατάρρευση ή ασφυξία ενός πιστωτικού ιδρύματος που θα μπορούσε να έχει συστημικές επιπτώσεις.
Ακουσα να τίθεται και το δίλημμα: «Μα, οι τράπεζες δεν είναι ακριβώς σαν όλες τις άλλες επιχειρήσεις;». Από την εμπειρία που έχουμε, από την περίπτωση της Lehman Brothers, αλλά και από άλλες τράπεζες στο παρελθόν, ξέρουμε ότι, αν κλονιστεί η εμπιστοσύνη των καταθετών προς μια τράπεζα η οποία κλείνει, είναι πολύ πιθανός ο κίνδυνος αυτή η αμφισβήτηση για το μέλλον των τραπεζών να μεταδοθεί σε όλες τις τράπεζες, και αυτό ουσιαστικά να οδηγήσει σε κατάρρευση του χρηματοοικονομικού τομέα.
Και, βέβαια, αυτό θα έχει τεράστιες επιπτώσεις και στην πραγματική οικονομία. Και τότε δεν θα είναι μόνο οι καταθέσεις που θα έχουν χαθεί. Θα είναι και οι επιχειρήσεις που θα κλείσουν και οι θέσεις εργασίας που θα χαθούν.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να καταλάβω τη λογική που θέλει τους κινδύνους που συνδέονται με το πιθανό κλείσιμο μιας τράπεζας ή μιας μεγάλης ασφαλιστικής επιχείρησης να είναι ταυτόσημοι με τους κινδύνους που συνδέονται με το κλείσιμο μιας επιχείρησης που βρίσκεται σε άλλο τομέα, πέρα από το χρηματοπιστωτικό.
Η δημιουργία, λοιπόν, αυτού του μηχανισμού θωρακίζει την προσπάθεια ανάκαμψης της οικονομίας και αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της. Είναι σαφές, λοιπόν, γιατί προτείνουμε τη δημιουργία αυτού του Ταμείου.
Το Ταμείο θα έχει μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου και θα χρηματοδοτηθεί  με 10 δισεκατομμύρια ευρώ  από το ελληνικό δημόσιο, στο πλαίσιο της συμφωνίας που έχει υπογράψει η χώρα μας για τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό των 10 δισεκατομμυρίων θα καλυφθεί σταδιακά.
Όπως προσδιορίζεται με σαφήνεια στο σχέδιο νόμου, το ζητούμενο είναι η διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και όχι η ενίσχυση της ρευστότητας μεμονωμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα συνεχίσει να υποστηρίζεται με τους ήδη υφιστάμενους μηχανισμούς. Προφανώς, λοιπόν, η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων θα παρακολουθείται και θα αξιολογείται τακτικά και εξαντλητικά, ώστε να διαγνωστεί έγκαιρα η τάση ένα πιστωτικό ίδρυμα να βρεθεί σε ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων έναντι των κινδύνων που έχει αναλάβει ή προτίθεται να αναλάβει.
Στόχος είναι να προλάβουμε δυσάρεστες εξελίξεις και να μη βρεθούμε στην ανάγκη να παρέμβουμε πυροσβεστικά. Αυτό είναι που ωθεί την πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να προχωρήσει στη συγκρότηση του συγκεκριμένου Ταμείου και προέκυψε και ως αποτέλεσμα των συζητήσεων για τη συμφωνία για τα 110 δισεκατομμύρια.
Αυτό είναι και το νόημα και η σκοπιμότητα των ελέγχων κοπώσεως που αυτήν την περίοδο διεξάγονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και έξι ελληνικές τράπεζες, με τα αποτελέσματα ανά τράπεζα να αναμένεται να ανακοινωθούν περίπου στις 23 Ιουλίου.
Προσομοιώνοντας ακραίες καταστάσεις και σενάρια, που στην περίπτωση των συγκεκριμένων ελέγχων κοπώσεως προσδιορίζουν από κοινού οι επόπτες των ευρωπαϊκών τραπεζών, στην ουσία εξερευνώνται οι αντοχές του ευρωπαϊκού και κατ’ επέκταση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ο διττός ρόλος-χαρακτήρας των ελέγχων κοπώσεως. Από τη μία μεριά ιχνηλατούν τα περισσότερο αδύναμα, τρωτά ή επικίνδυνα σημεία του πιστωτικού συστήματος. Από την άλλη, αποτελούν και μία δοκιμή, άσκηση ετοιμότητας για τον ίδιο τον επόπτη και τους φορείς άσκησης οικονομικής πολιτικής γενικότερα, προκειμένου να έχουν μια συνολικότερη εικόνα για τις δικές τους δυνατότητες και τους τρόπους αντιμετώπισης τέτοιων ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις τους.
Με άλλα λόγια, οι έλεγχοι κοπώσεως είναι μέρος της καθημερινότητας των ασκήσεων προετοιμασίας πιστωτικών ιδρυμάτων και κεντρικών τραπεζών.
Στο πλαίσιο που καθορίζει το παρόν σχέδιο νόμου η ενεργοποίηση του Ταμείου  γίνεται με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο. Η αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας παρακολουθείται στενά, αλλά ως κριτήριο ενεργοποίησης  λαμβάνονται υπόψη και οι κεφαλαιακές ανάγκες κάθε πιστωτικού ιδρύματος ξεχωριστά, όπως αυτές  προκύπτουν και κεφαλαιοποιούνται στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα και της διαδικασίας εποπτικής αξιολόγησης του επόπτη. Αυτό επιλέχθηκε, γιατί, όπως ανέφερα ήδη, σκοπός είναι να κινηθούμε προληπτικά και όχι πυροσβεστικά.
Άκουσα και από τον εισηγητή της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και από το συνάδελφο κύριο Βορίδη το επιχείρημα για τον ηθικό κίνδυνο που δημιουργείται από τη δημιουργία του συγκεκριμένου Ταμείου.
Αυτό που θέλω να ξεκαθαρίσω είναι ότι σε κάθε περίπτωση, πριν ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός κεφαλαιακής ενίσχυσης μέσω του Ταμείου, προηγείται η εξάντληση όλων των δυνατοτήτων που έχει ένα πιστωτικό ίδρυμα να αυξήσει με δικές του ενέργειες τα κεφάλαιά του. Δηλαδή πολύ απλά είτε οι υφιστάμενοι μέτοχοι είτε άλλος επενδυτής θα πρέπει να καταβάλουν νέα κεφάλαια, για να ενισχύσουν το πιστωτικό ίδρυμα.
Μόνο σε περίπτωση αδυναμίας υλοποίησης μιας τέτοιας λύσης, έρχεται το Ταμείο να παράσχει στήριξη σε κεφάλαια, μπαίνοντας ουσιαστικά στο μετοχικό κεφάλαιο του ιδρύματος.
Επιπλέον, προβλέπεται ότι όταν υπάρχει υποχώρηση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας του πρώτου πυλώνα κάτω από το εποπτικό όριο του 8%, να γίνεται απ’ ευθείας έκδοση κοινών μετοχών με την ίδια διαδικασία, δηλαδή με παρέμβαση του Ταμείου, αφού έχει προηγηθεί προσπάθεια του πιστωτικού ιδρύματος για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Είναι σαφές, λοιπόν, και δεν το κρύβουμε ότι με το Ταμείο υπάρχει πραγματικός κίνδυνος απώλειας ελέγχου των τραπεζών από τους σημερινούς ιδιοκτήτες του και κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζεται ο ηθικός κίνδυνος.
Εάν προκύψει ανάγκη και δεν βάλουν λεφτά οι ίδιοι, ούτε βρεθεί επενδυτής, τότε αυτός που θα προσφέρει τη διάσωση, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση το Ταμείο, θα πρέπει να έχει ουσιαστικό λόγο στη διοίκηση της τράπεζας και δικαιώματα ιδιοκτησίας. Αυτό το τονίζω, γιατί ακούστηκε ότι δίνουμε τα λεφτά των Ελλήνων στους τραπεζίτες και τους σώζουμε, που μόνο άστοχο και κινδυνολογικό μπορώ να τα χαρακτηρίσω.
Και επειδή, πολλοί από εσάς μπορεί να θέσετε το ερώτημα: «Πάνω σε ποια εμπειρία βασίζεται η δημιουργία του συγκεκριμένου Ταμείου;», μπορώ να σας πω υπεύθυνα ότι το υπόδειγμα το οποίο λάβαμε υπόψη κατά τη συγκρότηση του συγκεκριμένου Ταμείου, ήταν η εμπειρία από τη χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε στις σκανδιναβικές χώρες και ιδιαίτερα, στη Σουηδία.
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν στο πλαίσιο της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος, το τραπεζικό σύστημα της Σουηδίας, ουσιαστικά, κινδύνευσε να χρεοκοπήσει, αναγκάστηκε να παρέμβει το κράτος, να δημιουργήσει ένα ταμείο, που μοιάζει, ως προς τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, με το Ταμείο το οποίο δημιουργούμε.
Και βέβαια, χάρη στην παρέμβαση αυτή, κατάφερε η Σουηδία να διασώσει το τραπεζικό σύστημα, να διασώσει τις επιχειρήσεις, οι οποίες είχαν χρηματοδοτηθεί από το τραπεζικό σύστημα και να επανέλθει αργότερα αποκομίζοντας κέρδη για λογαριασμό του σουηδικού δημοσίου. Διότι τις υπεραξίες που διαμορφώθηκαν από τις μετοχές που πήρε το σουηδικό Ταμείο, ουσιαστικά της καρπώθηκε ο φορολογούμενος της Σουηδίας.
Με αυτό το Ταμείο προσφέρουμε ένα δείκτη ασφαλείας, αλλά δεν το προσφέρουμε δωρεάν. Οποιος το χρησιμοποιήσει, επειδή πιθανόν να μη θέλει στην παρούσα δύσκολη συγκυρία να ρισκάρει ίδια κεφάλαια, γνωρίζει εκ των προτέρων τις υποχρεώσεις που η κεφαλαιακή ενίσχυση από το Ταμείο συνεπάγεται. Δηλαδή, υποχρεώσεις για διορισμό επιτρόπου με δικαίωμα αρνησικυρίας σε όλες τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, για δυνατότητα αντικατάστασης της διοίκησης, εφόσον κριθεί ότι δεν υλοποιεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, μέσω του επιχειρησιακού σχεδίου που έχει εκπονήσει. Επιπλέον, το Ταμείο έχει προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών και μετόχων.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι μια τέτοια δυνατότητα μπορεί να αποτελέσει αφορμή για ευρύτερες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα. Εμείς δεν θα καθορίσουμε με πατερναλιστικό τρόπο την επιθυμητή αρχιτεκτονική του τραπεζικού χώρου, την επόμενη ημέρα της κρίσης, αλλά επισημαίνουμε την ανάγκη για ανάληψη πρωτοβουλιών από τις διοικήσεις των τραπεζών, οι οποίες έχουν προσφύγει στη χρήση των κεφαλαίων του ν. 3723/08.
Όταν συζητήσαμε στην Επιτροπή το σχέδιο νόμου ακούστηκαν επιφυλάξεις και ανησυχίες σχετικά με το μέλλον των τραπεζών και τους κινδύνους αφελληνισμού του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Είναι γεγονός ότι με τις τρέχουσες χαμηλές αποτιμήσεις και σε περιπτώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων με ασθενή κεφαλαιακή βάση, είναι ευκολότερο αυτά να αποτελέσουν στόχο εξαγοράς. Το Ταμείο θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αποτρεπτικό παράγοντα για κάτι τέτοιο.
Πολύ σύντομα σκιαγράφησα τη σημερινή κατάσταση που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα, αλλά και τη ριζική διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στα δεδομένα τα σημερινά και στα δεδομένα του 2008. Και το αναφέρω αυτό, γιατί ως ένα είδος μονότονης επανάληψης ακούσαμε και στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, αλλά και κατά τη διάρκεια της σημερινής συζήτησης ότι χαρίζουμε λεφτά στους τραπεζίτες. Οτι το ΠΑΣΟΚ, ως Αντιπολίτευση, καταδίκαζε τη Νέα Δημοκρατία για το ν. 3723/2008, με την πρωτοβουλία που είχε πάρει με το πακέτο των 28.000.000.000 ευρώ και ότι σήμερα το ΠΑΣΟΚ, ως Κυβέρνηση, κάνει ακριβώς τα ίδια. Δε συμβαίνει αυτό. Ούτε η κατάσταση στην οικονομία είναι η ίδια, αλλά ούτε και η λογική της στήριξης που παρέχει το Ταμείο είναι η ίδια.
Κεντρικό σημείο της στήριξης από το Ταμείο είναι η εκπόνηση ενός επιχειρησιακού σχεδίου από το πιστωτικό ίδρυμα με το οποίο θα καταγραφεί με ακρίβεια το τι θα πράξει προκειμένου να εξέλθει από τη δυσκολία στην οποία έχει βρεθεί και προκειμένου να ανακτήσει την κεφαλαιακή του βάση έτσι ώστε η παρουσία του Ταμείου μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να μην είναι απαραίτητη και να μπορέσει το πιστωτικό ίδρυμα να συνεχίσει τη δραστηριότητά του απρόσκοπτα.
Η πρόβλεψη από το νόμο είναι το επιχειρησιακό σχέδιο να είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα παράτασης για δύο επιπλέον έτη. Έτσι προβλέπεται η δυνατότητα εξόδου από τη στήριξη του Ταμείου μέσω της εξαγοράς των προνομιούχων μετοχών μετά από πέντε έτη ή και νωρίτερα, εάν αυτό είναι εφικτό, κατόπιν αδείας από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ως τιμή εξαγοράς ορίζεται η υψηλότερη μεταξύ της τιμής διάθεσης και της τιμής κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για σύγκληση της γενικής συνέλευσης που θα αποφασίσει την εξαγορά των μετοχών.
Ως προς το ύψος της σωρευτικής αποζημίωσης των προνομιούχων μετοχών καθώς και ως προς την αποτίμηση όλων των μετοχών που εκδίδονται από τα πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του Ταμείου πρέπει να τηρούνται η νομοθεσία και οι πρακτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων και ειδικότερα η ανακοίνωση της Επιτροπής για την ανακεφαλαιοποίηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στο πλαίσιο της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής κρίσης καθώς και οι συστάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την αποτίμηση των μετοχών στα πλαίσια των ανακεφαλαιοποιήσεων.
Η Κυβέρνηση σήμερα καταβάλλει μία τεράστια προσπάθεια προκειμένου η χώρα να ξεπεράσει την πρωτοφανή δημοσιονομική κρίση, προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα ξανά σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Από τα αποτελέσματα που ανακοινώσαμε για την εκτέλεση του Προϋπολογισμού για το πρώτο εξάμηνο βλέπουμε τα πρώτα θετικά σημάδια.
Η ίδρυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας εντάσσεται στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας καθώς έρχεται να διασφαλίσει την πορεία προς τη δημοσιονομική εξυγίανση και να απομακρύνει τους κινδύνους από ένα μακρινό αλλά οριακά υπαρκτό ενδεχόμενο κατάρρευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος.
Ταυτόχρονα, το Ταμείο αποτελεί έναν «μοχλό» προκειμένου αυτό καθ’ αυτό το πιστωτικό σύστημα να έλθει περισσότερο σταθερό στο ρόλο του ως χρηματοδότη της οικονομίας και της ανάπτυξης, ενώ τέλος διασφαλίζονται με έμπρακτο και ρεαλιστικό τρόπο οι οικονομίες των Ελλήνων καταθετών και η εμπιστοσύνη τους απέναντι στο ελληνικό πιστωτικό σύστημα.