ΓΤΤ


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Εμποροπανήγυρις Λαρίσης

Εδώ δεν είναι Μπαλκάνια, δεν είναι «παίξε γέλασε», εδώ είναι το σύγχρονο Λαρσινό παζάρι, σύναξις παραδοσιακή και - πλέον - πολυπολιτισμική.
Εδώ όλοι χωρούν, άσπροι, μαύροι κίτρινοι, ακόμη και κοκκινομούρηδες. Όλες οι γλώσσες ακούγονται σ’ αυτή τη σύγχρονη Βαβέλ, όλες οι θρησκείες κι’ όλοι οι Θεοί λατρεύονται με πρώτο –α, όλα κι’ όλα !- το Θεό του χρήματος
- «Έλα έλα ομπρελά καλό έκω πάρε κύριος...» μου λέει ο πανήψυλος μαυρούκος με την κελεμπία, εκμεταλλευόμενος ο άθλιος το πρωτοβρόχι που εθιμικά πέφτει στο παζάρι και που με είχε κάνει να μοιάζω με το «παπάκι που πάει στην ποταμιά».
Παρά το μουσκίδι, στο διεστραμμένο μου μυαλό γεννιέται η σκέψη ότι, αν μη τι άλλο, όλη αυτή η νόμιμη ή λαθραία μετανάστευση ανθρώπων συμβάλλει στη διάχυση της γλώσσας μας. Ό,τι δεν
πέτυχαν Υπουργοί και Υπουργοί της Παιδείας, ακαδημαϊκοί και σοφοί που μας πρήζουν γενικώς «περί της ανάγκης διαδόσεως της αρχαίας και ενδόξου ημών γλώσσης και του ελληνικού πολιτισμού», το πέτυχε ήδη η οικονομία, η πιάτσα, η αγορά, η ανάγκη. Η γλώσσα μας μιλιέται, έστω και κακοποιημένη- δεν πειράζει, η γλώσσα είναι ζων οργανισμός. Μιλιέται στα παζάρια, στις λαϊκές αγορές, στα καφέ των πεζοδρόμων της πόλης που κατακλύζονται από έγχρωμους που πουλάνε... «καθρεφτάκια» στους ιθαγενείς, παίρνοντας ιστορική ρεβάνς από τους Δυτικούς που έκαναν την ίδια δουλειά, στα χρόνια της αποικιοκρατίας.
Όταν οι άνθρωποι συγχρωτίζονται στα παζάρια, δεν κοιτάνε κανόνες ευγενείας. Δυο πιτσιρήδες κάνουν πλάκα στο μελαψό που πουλάει ηλεκτρονικά:
-Από πού είσαι ρε φιλαράκι;
-Μπαγκλαντές
-Από μέσα απ’ το Μπαγκλαντές;
Καζούρα αδυσώπητη,- ποιος σεβασμός στον πολιτισμό του Άλλου και κουραφέξαλα- γέλια, κέφι, τσίκνα από τα ψημένα κρέατα. Μοσχομυρίζουν οι χαλβάδες, τσιρίζουν οι παζαριώτες, « πάρε πάρεεεε, πέντε κάλτσες πέντε ευρώ, τσάμπα τάβαλα σήμερα» κάνουν και πλάκα, «και στριγκάκι για τις πεθερές σας έχωωωω», χαζεύουν οι γυναίκες, βαριούνται τα μικρά.
Προσπαθώ να πιάσω στιγμές... Με τρελαίνει το βαριεστημένο ύφος και το κουρασμένο περπάτημα των ανδρών που τους σέρνουν οι γυναίκες στο παζάρι. Όλα αυτά τα καλόβολα ανθρωπάκια που κοιτάζουν την οικογένειά τους τραβώντας το κουπί της καθημερινότητας και που περιμένουν υπομονετικά να τελειώσουν οι γυναίκες τα ψώνια, κάλτσες, κυλοτάκια, πετσέτες, «άντε ρε γυναίκα τέλειωνε» και που βάζουν απρόθυμα το χέρι στην τσέπη να πληρώσουν- και δεν είναι καιροί για έξοδα.
Υποκλίνομαι στον αγώνα που βλέπω να δίνει ένας θεόχοντρος άνδρας που έχει βάλει καμιά εκατοστή σουβλάκια πάνω στη σχάρα και αγωνίζεται να τα ψήσει. Ιδροκοπά μέσα στην πυρά, την τσίκνα, τα λίπη, σκουπίζει το μέτωπό του με μια λερωμένη πετσέτα. Το μεροκάματο δεν είναι εύκολη υπόθεση, η ζωή θέλει κότσια άμα είσαι βιοπαλαιστής και όχι κανένα λαμόγιο απ’ αυτά που βγάζουν λεφτά άκοπα, στο μιλητό, εκμεταλλευόμενοι άλλους ή κλέβοντας.
Σταματώ στα άπειρα τραπεζάκια με τις χιλιάδες πλαστικές καρέκλες, άσπρες ή κόκκινες. Ο λαός αντιστέκεται... Όλο το χρόνο του κάνουν πλύση εγκεφάλου, γιατροί, τηλεοράσεις εφημερίδες, εταιρίες φαρμάκων και υγιεινών τροφών πώς πρέπει να αποκτήσει υγιεινές συνήθειες διατροφής. Μα εδώ λατρεύεται η Θεά – Χοληστερίνη και οι νοστιμιές της. Εδώ δεν χωρά τίποτε άλλο πέρα από τις ψητές σάρκες, τα ξύγκια και τις παγωμένες μπίρες που πηγαινοέρχονται, και ας ξέρουν όλοι κατά βάθος πως όλα τα σαπιοκρέατα στο παζάρι τα σπρώχνουν. Μιλάμε για στάση ζωής. Αυτός ο λαός εξακολουθεί να αψηφά το φόβο του θανάτου, πετά στο καλάθι των αχρήστων τις ιατρικές συμβουλές και παραμένει διονυσιακός, ανατολίτης, ηδονιστής, γνήσιος απόγονος του Επίκουρου.
Ο ίδιος αυτός κόσμος πηγαίνει στους διπλανούς βαβουριάρικους πάγκους και αγοράζει ό,τι πιο λούμπεν cd κυκλοφορεί. «Κλαρίνα, αραβικά, ρεμπέτικα καψούρικα» – όπως τα διαφημίζει η σχετική πρόχειρη πινακίδα- και τρελαίνομαι να χαζεύω τίτλους που με πληροφορούν ότι «η γυναίκα είναι φίδι κολοβό» και να παρακολουθώ δράματα του τύπου «είμαι μια μάνα που πονώ».
Στο βάθος, οι παράγκες των τσιγγάνων με τα χαλιά θυμίζουν ανατολίτικο όνειρο, παραπέμπουν σε σκηνικό βγαλμένο από τις «Χίλιες και μια Νύχτες» στη μυθική Βαγδάτη του Αλαντίν. Θέλω να τους βλέπω ακόμη έτσι. Δεν θέλω να τους συνδέσω με την εγκληματικότητα που συνήθως συνοδεύει τη σύγχρονη εικόνα τους, δεν μου αρέσουν λογικές εθνοκάθαρσης τύπου Σαρκοζί. Ήταν και θέλω να είναι μέρος του παζλ των παιδικών μας χρόνων, να τις βλέπω σαν τις φλογερές τσιγγάνες που λικνίζονται σε ρυθμούς Χατζιδάκι, με το γαρύφαλλο στο αυτί, με τον Φωτόπουλο να παίζει τη λατέρνα και τον Αυλωνίτη να χτυπάει το ντέφι...
Πηγαίνω – όπως οι περισσότεροι συμπολίτες- και θα εξακολουθήσω να κατηφορίζω πάντα στο παζάρι της Λάρισας. Ίσως όχι τόσο συχνά όπως κάποτε, αλλά πάντα θα έχω την επιθυμία να πάω εκεί.
Από μια διάθεση αντίστασης στο χρόνο που περνά και μας προσπερνά ίσως. Από μια βασανιστική προαίρεση να επιβεβαιώσω μέσα μου ότι εξακολουθούμε να διατηρούμε σαν κόσμος μια κάποια μορφής αγνότητα, κληροδοτημένη από την Ελλάδα των χρόνων της αθωότητας.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr

eleftheria.gr