Tου Πασχου Μανδραβελη / pmandravelis@kathimerini.gr
Δουλειά των τραπεζών είναι η κυκλοφορία του χρήματος. Σχηματικά θα λέγαμε ότι είναι οι ενδιάμεσοι: δανείζονται λεφτά από τους καταθέτες με x επιτόκιο και θα δανείζουν σε άλλους με τόκο x+κάτι κι αυτό το «κάτι» είναι το κέρδος τους. Δεν υπάρχει τραπεζίτης στον κόσμο που κρατάει τα λεφτά να τα βλέπει. Αυτά γίνονται μόνο στον κόσμο του Ντίσνεϊ, όπου ο Σκρουτζ Μακ Ντακ αποθησαύριζε βουνά χρυσών νομισμάτων για να... κολυμπάει. Η τάση των τραπεζών είναι να δανείζουν όλο και περισσότερο έτσι ώστε να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Γι’ αυτό μπαίνουν και νομοθετικοί περιορισμοί για το ύψος των δανείων και υποχρεωτικά αποθεματικά. Αν μπορούσαν, οι περισσότεροι
τραπεζίτες θα μόχλευαν και την τελευταία δεκάρα στην αγορά, με την ελπίδα λίγο μεγαλύτερου κέρδους. Αυτά είναι απλά, μόνο που στην Ελλάδα και στην Αριστερά κυριαρχεί το δόγμα της «τραπεζικής α λα Σκρουτζ Μακ Ντακ». Εξού και οι κλαυθμοί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. «Τα λεφτά πάνε στις τράπεζες», λένε, «και όχι στην οικονομία». Λες και οι τράπεζες είναι νησιά του Ειρηνικού ξέχωρα από την οικονομία.
Από κει και πέρα, και επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες του παραπάνω απλοϊκού σχήματος, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα για τα οποία μπορεί να ασκηθεί κριτική στο τραπεζικό σχήμα. Ενα από αυτά είναι το ακριβώς αντίθετο από την ανόητη κριτική που ασκείται σήμερα, ότι δηλαδή έσπρωχναν υπέρ το δέον λεφτά στην αγορά. Οι τράπεζες την εποχή της μεγάλης ρευστότητας φούσκωσαν το καταναλωτικό μοντέλο (αυτό που νομίζαμε ότι είναι και αναπτυξιακό) μοιράζοντας εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, θαλασσοδάνεια, κομματοδάνεια ή ό,τι άλλο σε «-δάνεια» μπορεί κάποιος να φανταστεί. Και αν το ελληνικό ιδιωτικό χρέος παραμένει χαμηλό, παρά την άσωτη δεκαετία, αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι η Ελλάδα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά. Κριτική μπορούσε κι έπρεπε να είχε να γίνει για πιθανές συμπράξεις τραπεζών κατά το παρελθόν για να χειραγωγήσουν την αγορά, όπως και για τη διαφορά επιτοκίου καταθέσεων και χορηγήσεων (αυτό το «κάτι» που προλέγαμε) που την εποχή της μεγάλης ρευστότητας ήταν το υψηλότερο της Ευρωζώνης. Πιθανώς πρέπει να γίνει κριτική, όπως μπορεί να γίνει και για το γεγονός ότι υπερεκτέθηκαν στα δικά μας «τοξικά προϊόντα», όπως αποδείχθηκαν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου. Κριτική μπορεί να τους γίνει ίσως και τώρα που ξοδεύουν τις λίγες σταγόνες ρευστότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για να αγοράζουν έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου, έτσι ώστε ο μεγάλος φαταούλας της ελληνικής οικονομίας να μπορεί να πληρώνει μισθούς, συντάξεις και άλλες υποχρεώσεις.
Κυρίως κριτική πρέπει να γίνει για το γεγονός ότι το τραπεζικό σύστημα με τα θαλασσοδάνεια σε κόμματα, ΜΜΕ, φίλια επιχειρηματικά συμφέροντα, ακόμη και σε οικογένειες τραπεζιτών, έγινε ένα βασικό εργαλείο και ο τροφοδότης λογαριασμός ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος που έσπρωξε την Ελλάδα στην καταστροφή. Αυτό είναι το σύστημα που σήμερα αλυχτά περί «αφελληνισμού» του τραπεζικού συστήματος στην προοπτική να εποπτευθούν οι τράπεζες από κοινοτικούς επιτρόπους. Αυτή η «κριτική» γίνεται για να κρύψει αλλότριες επιδιώξεις, δηλαδή την επιβίωση του συστήματος χρεοκοπίας.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_3_21/11/2012_502386