Ξανάρχισε το παλιό τροπάρι για το ωράριο των καταστημάτων. Σύμφωνα με
τον αφορισμό που πρωτοδιατύπωσε το 2003 ο «φιλελεύθερος» ευρωβουλευτής
(τότε) της Ν.Δ. κ. Χρήστος Φώλιας «τα λεφτά λείπουν από τους Ελληνες κι
όχι οι επιπλέον ώρες για να ψωνίζουν». Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η...
σοφία του κ. Φώλια επιβεβαιώνεται δέκα χρόνια μετά, με τους ξένους που
τους περισσεύουν τα λεφτά, αλλά δεν έχουν πολλές ώρες παραμονής στη χώρα
(π.χ. αυτούς που κατεβαίνουν από κρουαζιερόπλοια) τι θα κάνουμε; Θα
τους αφήνουμε να τριγυρνούν στους άδειους δρόμους με τα κλειστά
καταστήματα; Κι
εντάξει! Το 2003 ήμασταν κιμπάρηδες. Με τη μαγκιά μας
και τον (δανεικό) παρά μας δεν δίναμε λογαριασμό. Μπορούσαμε να
κλείνουμε τα μαγαζιά και βδομάδες. Τώρα που οι έμποροι κλαίνε διότι δεν
έχουν πελατεία γιατί δεν θέλουν να δουλέψουν λίγο παραπάνω ώστε να
αμβλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης;
Γράφαμε και παλαιότερα ότι «το
σημερινό ωράριο βολεύει τους πάντες πλην των καταναλωτών. Δεν θα υπήρχε
καμία αντίρρηση να μείνει ανέπαφο αν όλοι οι καταστηματάρχες μπορούσαν
να συνεννοηθούν (και να εφαρμόσουν ιδίοις εξόδοις) για το πότε θα
ανοίγουν και πότε θα κλείνουν τα μαγαζιά τους. Δικά τους είναι ό,τι
θέλουν τα κάνουν. Η βασική αντίρρηση είναι ότι χρησιμοποιούν το κράτος
για την επιβολή των δικών τους συμφερόντων. Χρησιμοποιούν τον μηχανισμό
που χρηματοδοτείται από εμάς εναντίον ημών, διότι οι ίδιοι φοβούνται τον
ανταγωνισμό. Και ταυτόχρονα μας πουλούν λαϊκισμό του στυλ: “τα λεφτά
λείπουν από τον κόσμο, όχι οι ώρες”». («Το ωράριο και τα χρήματα»
26/6/2003).
Αυτή η χώρα δεν προκόβει, διότι είναι βαθιά
εμποτισμένη από το μικρόβιο της ανελευθερίας. Ακόμη και οι
επιχειρηματίες -αυτούς που έχουμε τέλος πάντων- προσφεύγουν στο κράτος
για να λειτουργούν τα μαγαζιά τους σαν δημόσιες υπηρεσίες: επιβεβλημένο
ωράριο, επιβεβλημένο ποσοστό κέρδους, επιβεβλημένες προωθητικές
ενέργειες, επιβεβλημένα τα πάντα. Η μόνη ιδιωτική πρωτοβουλία που ανθεί
είναι η κλάψα. Τα θεσμικά όργανα των μικρομεσαίων κλαίγονται όπου
σταθούν και όπου βρεθούν· στα υπουργεία, στα κανάλια, στις γενικές
συνελεύσεις. Οχι επειδή το κράτος δεν τους επιτρέπει να ανταγωνιστούν,
αλλά γιατί δεν απαγορεύει άλλους να επιχειρήσουν.
Στον αγώνα τους
βρίσκουν αρωγούς και τους κρατικοδίαιτους συνδικαλιστές οι οποίοι
διατείνονται ότι αν τα μαγαζιά δουλέψουν και τις Κυριακές, πολλοί
εργοδότες θα παρανομήσουν και δεν θα δώσουν το επιμίσθιο που προβλέπει ο
νόμος. Αυτό μένει να αποδειχθεί, αλλά όσο παράλογο είναι να απαγορευτεί
η κυκλοφορία το Σαββατόβραδο επειδή πολλοί πίνουν και οδηγούν, άλλο
τόσο παράλογη είναι μια καθολική απαγόρευση επειδή πιθανώς κάποιοι θα
παρανομήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι όλα θα πάνε στραβά -ότι οι εργοδότες
θα κλέψουν και τα αρμόδια όργανα της πολιτείας που χρυσοπληρώνουμε θα
κάνουν τα στραβά μάτια- οι συνδικαλιστές που επίσης χρυσοπληρώνουμε διά
των εισφορών μας τι κάνουν; Μόνη τους δουλειά είναι να κλείνουν το
κέντρο της Αθήνας μέρα, παρά μέρα; Δεν μπορούν να οργανώσουν την
αντίδραση κατά των παραβατών επιχειρηματιών που θα κλέψουν τον ιδρώτα
των εργαζομένων; Μάλλον κυριαρχεί το ρωμαίικο «πού να τρέχουμε τώρα για
να αλλάξουμε πρακτικές; Ασε να κάνουμε μια διαδήλωση για να μην αλλάξει
τίποτε». |