Η άποψη σύμφωνα με την οποία οι λαοί έχουν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και μπορούν να αποφασίζουν για την τύχη τους και να επιλέγουν σε ποια χώρα θέλουν να υπαχθούν, ακούγεται λογική και ηθική.
Είναι, όμως, μια άποψη που δεν λαμβάνει υπόψη της δύο σοβαρές παραμέτρους:
Την ανάγκη να μην υπάρχουν αλλαγές στα σύνορα, τα οποία έχουν καθοριστεί με βάση διεθνείς συμφωνίες και συνθήκες, ενώ οποιαδήποτε παραβίαση θα οδηγούσε σε ντόμινο αποσχίσεων.
Και το γεγονός ότι εύκολα μπορούν οι ψηφοφόροι να επηρεαστούν από την προπαγάνδα και τις συγκυρίες, αποφασίζοντας παρορμητικά και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους πως οι συνέπειες της επιλογής τους μπορεί να αποδειχθούν ολέθριες για τους ίδιους.
Στην περίπτωση της Κριμαίας, το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και, κυρίως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης διακήρυξαν την αντίθεσή τους σε τέτοιου είδους κινήσεις.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταδίκασε έντονα την προσάρτηση της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης στη Ρωσική Ομοσπονδία και δεν την αναγνωρίζει, επιβάλλοντας παράλληλα ήπιες κυρώσεις στη Μόσχα.
Στις αποφάσεις του της προηγούμενης εβδομάδας, μιλά σαφώς για την ανάγκη επανένωσης της Κύπρου «σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τηρουμένων των αρχών στις οποίες εδράζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση».
Μιλά δηλαδή σαφώς για «επανένωση», την οποία θεωρεί μοναδική λύση, χωρίς να αφήνει περιθώρια σε διχοτομήσεις και αποσχίσεις.
Και οι ειδικοί συνταγματολόγοι της Επιτροπής της Βενετίας, ενός οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης, έκριναν ότι το δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην Κριμαία ήταν παράνομο.
Σύμφωνα με την Επιτροπή της Βενετίας, «το Σύνταγμα της Ουκρανίας, όπως και τα άλλα Συντάγματα των χωρών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθορίζουν ρητά ότι η χώρα είναι αδιαίρετη και δεν επιτρέπει τη διενέργεια τοπικού δημοψηφίσματος για την απόσχιση».
Όχι χωρίς λόγο.
Αν γινόταν επίσημα αποδεκτή η απόσχιση της Κριμαίας, τότε θα εδημιουργείτο ένα σοβαρό προηγούμενο που όχι μόνο θα οδηγούσε σε διάλυση του status quo της ειρήνης στην Ευρώπη, αλλά η ήπειρος θα βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή – χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ωφελούνταν οι λαοί της.
Ενώπιον της Επιτροπής της Βενετίας, η Ρωσία υποστήριξε πως πολλά νέα κράτη δημιουργήθηκαν όταν οι λαοί τους αποφάσισαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους για αυτοδιάθεση, φέρνοντας ως παραδείγματα την απόσχιση του Τέξας από το Μεξικό (1836) και την ένωσή του με τις ΗΠΑ (1845), την δημιουργία της Ερυθραίας και του Μπαγκλαντές, αλλά και την ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου (που, όμως, για τους ίδιους λόγους δεν έχει αναγνωριστεί από πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα).
Η Ελλάδα έχει πολύ σοβαρούς λόγους να μην αναγνωρίζει τέτοιες κινήσεις.
Διότι πολύ απλά, αν αποδεχόταν αποσχίσεις, τότε θα μπορούσε κάλλιστα να διοργανωθεί ένα ανάλογο δημοψήφισμα στα Κατεχόμενα της Κύπρου και οι Τουρκοκύπριοι (με τη βοήθεια της τουρκικής εθνικιστικής προπαγάνδας, της ψήφου των εποίκων και της απειλής χιλιάδων τουρκικών λογχών στο νησί) θα μπορούσαν να αποφασίσουν την ένωσή τους με την Τουρκία.
Δεν είναι τυχαίο ότι το σχέδιο του Κοινού Ανακοινωθέντος που πρόσφατα συμφωνήθηκε, στην παράγραφο 4, αναφέρει σαφώς:
«Η Ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία θα προκύψει από την επίλυση μετά την έγκριση της επίλυσης σε ξεχωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα ορίζει ότι η ενωμένη Κυπριακή ομοσπονδία θα αποτελείται από δυο συνιστώντα ίσα κράτη. Η δικοινοτική, διζωνική φύση της ομοσπονδίας και οι αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται η Ε.Ε. θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές σε όλο το νησί. Το ομοσπονδιακό Σύνταγμα θα αποτελεί τον ανώτατο νόμο του νησιού και θα δεσμεύει όλες τις εξουσίες της ομοσπονδίας και των συνιστώντων κρατών. Η ένωση ολόκληρης ή μέρους της ομοσπονδίας με οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιασδήποτε μορφής διχοτόμηση ή απόσχιση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής αλλαγή στην κατάσταση πραγμάτων απαγορεύεται».
Για τον λόγο αυτό άλλωστε, η Λευκωσία εξέφρασε την πλήρη ικανοποίησή της για τη στάση της ΕΕ έναντι της Ρωσίας, δηλώνοντας ωστόσο παράλληλα πως η Κύπρος κατέβαλε προσπάθειες να επιβληθούν όσο το δυνατόν ηπιότερες κυρώσεις – δηλαδή να φύγει το μήνυμα σύμφωνα με το οποίο αποσχίσεις δεν επιτρέπονται, χωρίς να πληγούν και οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα.
Οι ίδιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν και στην περίπτωση της Δ. Θράκης, όπου η Ελλάδα διατηρεί αναγνωρισμένη θρησκευτική μειονότητα, την οποία όμως η Τουρκία αποκαλεί και αναγνωρίζει ως «εθνική» - ουσιαστικά παραγνωρίζοντας τη Συνθήκη της Λοζάνης, που χαρακτηρίζει θρησκευτική την μειονότητα που ζει στην Ελλάδα και ελληνική εθνική τη μειονότητα στην Κωνσταντινούπολη.
Επομένως, η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να θεωρεί τη Συνθήκη της Λοζάνης το «ευαγγέλιο» για τις σχέσεις της με τους γείτονες.
Και οπωσδήποτε, δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά, αναγνωρίζοντας την απόσχιση της Κριμαίας και όχι ενδεχόμενες άλλες αποσχίσεις που την αφορούν.
Οποιαδήποτε άλλη άποψη, είναι πολύ επικίνδυνη και είναι λυπηρό που ένας ηγέτης ελληνικού κόμματος, ο κ. Τσίπρας, αδιαφορεί για όλα αυτά, είτε επειδή ψάχνει κάθε φορά να βρει πώς θα αντιπολιτευτεί την ελληνική κυβέρνηση, είτε επειδή θέλει να αντιπαρατεθεί με τον ανθυποψήφιό του στην Κομισιόν Μάρτιν Σουλτς.
Ο κ. Τσίπρας εξέφρασε στις 21 Μαρτίου την… έκπληξή του για τις δηλώσεις Σουλτς περί κινδύνου επαναχάραξης συνόρων στην Ευρώπη.
Και χρησιμοποιεί ως επιχείρημα υπέρ της απόσχισης της Κριμαίας δύο περιπτώσεις, που έχουν καταδικαστεί ως παραδείγματα προς αποφυγήν – τον πόλεμο και τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβία και την εισβολή και κατοχή των Τούρκων στο βόρειο τμήμα της Κύπρου.
Την ώρα δηλαδή που δώσαμε μάχη κατά της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, των βομβαρδισμών εναντίον της και συνεχίζουμε να δίνουμε μάχη κατά της τουρκικής κατοχής στην Κύπρο, υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι όλα αυτά αποτελούν τη νομιμοποιητική βάση για να επαναληφθούν και σε άλλες περιπτώσεις.
Θεωρείται δηλαδή σοφό να στηρίξουμε την καινούργια παρανομία πάνω σε παλιές παρανομίες, νομιμοποιώντας τις στην πράξη!
Με κάτι τέτοια παίρνουν (μονομερώς, βέβαια) αέρα οι Τούρκοι.
Στις 22 Μαρτίου, ο Ντερβίς Έρογλου μίλησε για «πραγματικότητες» στην Κύπρο (ως γνωστόν η Τουρκία θεωρεί «πραγματικότητα» τη διαίρεση του νησιού), δηλώνοντας:
«Μια συμφωνία είναι εφικτή μόνο εάν οι Ελληνοκύπριοι δεχθούν ότι υπάρχει ακόμα μια κοινότητα στο νησί, η οποία δεν πρόκειται ποτέ να εγκαταλείψει τις αποτελεσματικές και ντε φάκτο εγγυήσεις της Τουρκίας».
Εμφανίζεται δηλαδή τώρα ο Έρογλου, που είναι φερέφωνο της Άγκυρας, να επιθυμεί την διατήρηση των εγγυήσεων, θέμα το οποίο υπάρχει στο τραπέζι των συνομιλιών με σκοπό την κατάργησή του.
Είναι γνωστό ότι η Τουρκία δύσκολα θα παραιτηθεί από αυτά που θεωρεί «δικαιώματά» της στη Θράκη και στην Κύπρο – χαρακτηριστική είναι η δήλωση-απόφθεγμα «Η Κύπρος είναι η ασφάλειά μας».
Και αυτό καταδεικνύουν όλες οι δηλώσεις επισήμων – και τα τελευταία χρόνια.
Ο Μπουλέντ Αριντς έχει πει πως «η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να λάβει μέτρα για την ανακούφιση της μειονότητας της Δυτικής Θράκη, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Τουρκία πρέπει να μείνει αδρανής έως ότου κινητοποιηθεί η Ελλάδα».
Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο ίδιος ο Ερντογάν, στο «συγχαρητήριο» μήνυμά του για την 21η επέτειο από την ίδρυση του μειονοτικού Κόμματος Φιλίας, Ισότητας και Ειρήνης στη Θράκη, ανέφερε πως «η ευτυχία, η ευημερία των Τούρκων της Δυτικής Θράκης και η ακέραιη χρήση των δικαιωμάτων τους που τελούν υπό την εγγύηση διεθνών συμφωνιών και διεθνών σταθερών, έχει μεγάλη σημασία για το τουρκικό έθνος», προθέτοντας πως «όπως ήμασταν μέχρι σήμερα στο πλευρό της τουρκικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης, έτσι και στο εξής, θα συνεχιστεί το ενδιαφέρον και η υποστήριξή μας» και αναφέροντας ξεκάθαρα τη θρησκευτική μειονότητα ως «τουρκική» και την ελληνική ως «ελληνορθόδοξη».
Ο Τούρκος πρωθυπουργός ανέφερε επίσης («λησμονώντας» ότι στην Ελλάδα η μειονότητα είναι, σύμφωνα με τις συνθήκες θρησκευτική) πως «οι πολίτες της Ελλάδας, μέλη της τουρκικής μειονότητας και οι πολίτες της Τουρκίας, μέλη της ελληνικής μειονότητας πρέπει να είναι γέφυρα φιλίας» - οπότε, για να βολέψει τα περί «τουρκικής μειονότητας», μας έκανε τη χάρη να αποκαλέσει «ελληνική» την ελληνική, επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση η εξίσωση τους χρησιμεύει.
Χρησιμοποιούν δηλαδή οι Τούρκοι τους όρους όχι όπως έχουν καθοριστεί από τη Συνθήκη της Λοζάνης, αλλά ανάλογα με το πώς κάθε φορά βολεύονται.
Από την πλευρά του και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Νταβούτογλου, ενώπιον της τουρκικής εθνοσυνέλευσης (Ιούνιος 2012), αποκάλεσε την θρησκευτική μειονότητας της Θράκης «τουρκική», κατηγορώντας την Ελλάδα ότι δεν σέβεται τις διεθνείς συνθήκες και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Δηλαδή οι Τούρκοι επικαλούνται τις διεθνείς συμφωνίες, τις οποίες οι ίδιοι παραβιάζουν.
Γιατί να μην το κάνουν;
Εδώ υπάρχουν Έλληνες που επιθυμούν την παραβίαση των διεθνών συμφωνιών.
Τον Μάρτιο του 2012, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ… διαφώνησε με την οριστική και αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου να απορρίψει την αίτηση αναγνώρισης της λεγόμενης «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», παρά την αντίθετη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που είχε εκδοθεί, «η Επιτροπή Δικαιωμάτων ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει με ανησυχία το γεγονός ότι ο Α.Π. απέρριψε την αίτηση της “Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης” για την αναγνώρισή της ως νομίμου σωματείου παρά τη δικαίωσή της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται άδικα και παράλογα η παραβίαση του στοιχειώδους συλλογικού δικαιώματος ελεύθερης ίδρυσης συλλόγων, που προστατεύεται ρητά τόσο από το Σύνταγμα της Ελλάδας, όσο και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».
Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται την παραβίαση των συνθηκών, όπως αυτή της Λοζάνης, αρκεί να μην παραβιάζεται η ΕΣΔΑ!
Υπάρχει καμιά διαφορά από αυτά που δήλωσε ο Νταβούτογλου;
Όταν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται τον όρο «τουρκική», δεν αποδέχεται αυτόματα και την παραβίαση της Συνθήκης της Λοζάνης (30 Ιανουαρίου 1923);
Σ’ αυτήν αναγνωρίζεται ελληνική μειονότητα (εθνικός προσδιορισμός) και μουσουλμανική μειονότητα (θρησκευτικός προσδιορισμός).
Πολύ επικίνδυνα πράγματα – αν σκεφθούμε ότι στην Κωνσταντινούπολη έχουν απομείνει ελάχιστοι Έλληνες, ενώ στην Ξάνθη η μουσουλμανική μειονότητα ξεπερνά το 40% του πληθυσμού και στη Ροδόπη το 60%.
Τι κάνουν οι άλλοι
Σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε ότι η Άγκυρα δεν αναγνώρισε το «απαράδεκτο» δημοψήφισμα στην Κριμαία.
Ο ίδιος ο Νταβούτογλου, στις 17 Μαρτίου, μετά από μια συνάντηση με τον επικεφαλής της μειονότητας των Τατάρων και τουρκόφωνων της Κριμαίας, Μουσταφά Κιρίμογλου, μίλησε για «απαράδεκτο τετελεσμένο», που «παραβιάζει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Και είναι βέβαιο ότι στο νου του δεν είχε μόνο τους Τατάρους, αλλά και τους Κούρδους.
Από την πλευρά τους, και τα Τίρανα δήλωσαν πως δεν αναγνωρίζουν το δημοψήφισμα, με το αλβανικό ΥΠΕΞ να αναφέρει ότι η Αλβανία «συντάσσεται με την θέση της διεθνούς κοινότητας ότι το δημοψήφισμα αυτό αποτελεί επικίνδυνο προηγούμενο για την τάξη και τις διεθνείς σχέσεις», εκφράζοντας τη θέση ότι «οποιαδήποτε λύση στην κρίση στην Ουκρανία, θα πρέπει να βασίζεται στο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας, της κυριαρχίας της Ουκρανίας και του διεθνούς δικαίου»,
Έχουν κι’ αυτοί προφανώς στο μυαλό τους τη Βόρειο Ήπειρο – μόνο κάποιοι στην Ελλάδα φαίνεται ότι δεν έχουν τίποτε στο μυαλό τους!
Με τη σειρά του, την ανησυχία του εξέφρασε και ο Λεάνκα, πρωθυπουργός της Μολδαβίας, που βρίσκεται μεταξύ Ουκρανίας και Ρουμανίας, λέγοντας ότι η κρίση στην Κριμαία είναι «μεταδοτική» και θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τα αυτονομιστικά αισθήματα στη ρωσόφωνη περιοχή της Υπερδνειστερίας.
Η Υπερδνειστερία, με πληθυσμό μισού εκατομμυρίου, έχει τη δική της κυβέρνηση από το 1992 έπειτα από έναν σύντομο πόλεμο εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης της Μολδαβίας, καθώς υπήρχαν φόβοι ότι το Τσισινάου θα προωθούσε την ένταξη της χώρας στη Ρουμανία με την οποία έχει κοινή γλώσσα και πολιτισμό.
Αντίθετα η ρωσόφωνη Υπερδνειστερία θεωρεί τη Μόσχα προστάτιδά της και στην περιοχή υπάρχουν 2.500 Ρώσοι στρατιώτες οι οποίοι φυλούν αποθήκες με όπλα από την σοβιετική εποχή.
Σημειώστε ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Υπερδνειστερίας, ενώ η Ρωσία μέχρι στιγμής έχει αρνηθεί το αίτημα της Τιράσπολης να ενταχθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Σ’ όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τα αποσχιστικά προβλήματα στο εσωτερικό της ΕΕ, που υποτίθεται ότι έχουν λυθεί από αιώνων.
Στη Σκωτία έχει προγραμματιστεί για τις 18 Σεπτεμβρίου 2014 δημοψήφισμα για την απόσχισή της από τη Βρετανία, με όλους τους πολιτικούς της χώρας στα κάγκελα, τον Μπαρόζο να προειδοποιεί ότι σε περίπτωση απόσχισης η Σκωτία θα βρεθεί εκτός ΕΕ, το Λονδίνο να λέει πως δεν θα επιτρέψει σε μια ανεξαρτητοποιημένη Σκωτία να χρησιμοποιεί τη στερλίνα, τον Ντέιβιντ Μπάουι να στέλνει στους Σκωτσέζους το μήνυμα-έκκληση «Σκωτία μείνε μαζί μας!» και τον νικητή του Γουίμπλεντον, τενίστα Άντι Μάρεϊ, να δηλώνει πως είναι υπερήφανος που είναι Σκωτσέζος, πλην όμως του αρέσει πολύ να αγωνίζεται για τη Μεγάλη Βρετανία.
Στην Ιταλία, σε ψηφοφορία που οργανώθηκε από τις 17 ως τις 21 Μαρτίου, στην περιφέρεια του Βένετο, μέσω διαδικτύου από σειρά αυτονομιστικών οργανώσεων και με την υποστήριξη του κόμματος της Λέγκα, πάνω από δυο εκατομμύρια πολίτες ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας από την Ιταλία και μόνο 250.000 (10%) καταψήφισαν το αίτημα.
Όλοι αυτοί, δηλώνουν δυσαρεστημένοι λόγω της οικονομικής κρίσης (πάντα υπήρχε αντιπαλότητα στην Ιταλία, καθώς οι πλούσιοι «βόρειοι» θεωρούν ότι πληρώνουν τα σπασμένα των φτωχότερων «νοτίων»).
Χωρίς, βέβαια, να τους περνά από το μυαλό ο κίνδυνος να βρεθούν αυτόματα και εκτός ΕΕ.
Στην Ισπανία, ανάλογο δημοψήφισμα για απόσχιση της Καταλονίας έχει προγραμματιστεί για τις 9 Νοεμβρίου 2014, προκαλώντας την αντίδραση της ισπανικής κυβέρνησης, με τον πρωθυπουργό Ραχόι να δηλώνει πως το δημοψήφισμα είναι αντισυνταγματικό και θα το εμποδίσει τόσο μέσω της κοινοβουλευτικής οδού, όσο και μέσω της δικαστικής.
Και με χιλιάδες λαού, τόσο στη Μαδρίτη, όσο και στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, Βαρκελώνη, να διαδηλώνουν με συνθήματα όπως «Η Ισπανία είμαστε εμείς», «Έχουμε μία και μοναδική ψυχή», «Δεν θέλουμε να κοπούμε στα δύο», «Και εγώ είμαι Καταλανός», «Ευρώπη βοήθησέ μας. Οι εθνικιστές είναι τρελοί».
Και βέβαια, έχουμε την διαίρεση των Βέλγων σε Φλαμανδούς (60%) και Βαλόνους, μια διαμάχη που συστηματικά απειλεί την ενότητα του Βελγίου.
Και το «Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Κορσικής» από τη Γαλλία.
Και τους Ούγγρους της Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία, που μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προσαρτήθηκε στην Ουγγαρία και επέστρεψε στη Ρουμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και τους Ούγγρους της Σλοβακίας (9,5% του πληθυσμού) που είναι αναγνωρισμένη μειονότητα.
Και τους Ούγγρους της Βοϊβοδίνας (14,3% του πληθυσμού) στη Σερβία.
Και τους μουσουλμάνους και τουρκόφωνους Ουιγούρους στην επαρχία Ξινγιάνγκ της Κίνας (το 45% του πληθυσμού).
Και το Κίνημα των Ζαπατίστας στο Μεξικό, που αγωνίζεται για την αυτονομία των Ινδιάνων.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Α, τίποτε το σπουδαίο με βάση τη λογοδιάρροια του μικροκομματισμού.
Απλώς ότι πριν μιλήσουμε, πρέπει να βουτάμε τη γλώσσα μας στο μυαλό – το οποίο (μυαλό) προϋποτίθεται ότι έχει… εμπλουτιστεί και με κάποιες γνώσεις…
Υ.Γ. Ως γνωστόν, υπάρχει και η παροιμία που λέει πως όποιος σκάβει τον λάκκο του άλλου, πέφτει ο ίδιος μέσα.