|
Του Αποστόλη Ζώη
Από τις αρχές του 2004, η έρευνα για την αποκάλυψη του οικιστικού ιστού της αρχαίας πόλης έλαβε μεγάλες διαστάσεις και είχε σημαντικά αποτελέσματα, καθώς, η οικοδομική δραστηριότητα βρίσκεται υπό την άμεση εποπτεία της αρχαιολογικής υπηρεσίας και μάλιστα της ΛΔ΄ Ε.Π.Κ.Α. Αυτά επισημαίνει ο διευθυντής της αρχαιολογικής υπηρεσίας, κ. Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης.
Το ανασκαφικό έργο
Στην οδό Ζαλοκώστα 1, στο οικόπεδο Δημητρίου Παπαστέργιου, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα δύο κύριων οικιστικών φάσεων. Στην ελληνιστική περίοδο ανήκουν τμήματα οικιστικού συγκροτήματος, καθώς και κτιστοί και πήλινοι αγωγοί ύδρευσης, ενώ στην οικοδομική φάση της ρωμαϊκής περιόδου ανήκουν πηγάδι και μικρά τμήματα τοίχων που σώθηκαν αποσπασματικά λόγω των μεταγενέστερων επεμβάσεων στο χώρο. Αν και η διατήρηση των λειψάνων είναι αποσπασματική με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η ανασύνθεση της πλήρους εικόνας των κτισμάτων, την έρευνα αποζημίωσαν τα κινητά ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου, εξέχουσα θέση μεταξύ των οποίων κατέχουν ακέφαλο μαρμάρινο αγαλματίδιο γυναικείας μορφής, αλλά και τμήμα ενεπίγραφου αγγείου.
Στην οδό Παγκάλου 27 και στο οικόπεδο Σιαφαρίκα, η ανασκαφική έρευνα μας δίνει μια πλήρη εικόνα των επάλληλων φάσεων του οικιστικού ιστού της αρχαίας Τρίκκης. Στα υψηλότερα στρώματα αποκαλύφθηκε η οικιστική φάση των χρόνων της ύστερης ρωμαιοκρατίας και των πρώτων χριστιανικών χρόνων, ήλθε δε στο φως τμήμα κτηρίου μια αίθουσα του οποίου κοσμείτο με περίτεχνο ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά μοτίβα και μετάλλια που περικλείουν πτηνά και ζώα. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο που ακολούθησε, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο με αποτέλεσμα οι λάκκοι που ανοίχθηκαν για να δεχθούν τους χριστιανούς ενοίκους τους στην τελευταία τους κατοικία να καταστρέψουν τμήματα του ψηφιδωτού δαπέδου. Και σε αυτήν την περίπτωση το υστερορωμαϊκό κτήριο είναι ο διάδοχος διαφόρων φάσεων της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου που αποκαλύφθηκαν κάτω από αυτό. Σώθηκαν τμήματα ελληνιστικών οικιών σε αποσπασματική κατάσταση με επισκευές και επεκτάσεις των ρωμαϊκών χρόνων. Μεταξύ των κινητών ευρημάτων ιδιαίτερη θέση έχουν δύο αργυροί δηνάριοι του Βεσπασιανού, που χρονολογούν τη ρωμαϊκή οικοδομική φάση στον 1ο αι μ. Χ., αλλά και τμήματα πήλινων ειδωλίων και ακροκέραμο της ελληνιστικής περιόδου.
Στο μικρό οικόπεδο επί των οδών Κρυστάλλη και Ματαραγκιώτου, ιδιοκτησίας Βασιλείου και Όλγας Καλλιάγρα, αποκαλύφθηκαν τμήματα επιμελημένων τοίχων δημοσίου κτηρίου. Η κάτοψη του κτίσματος δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί γιατί έχει ανασκαφεί πολύ μικρό τμήμα του, ωστόσο χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο και την πρώιμη ρωμαιοκρατία. Μεταξύ των κινητών ευρημάτων από το χώρο εντυπωσιάζουν οι πήλινοι αναθηματικοί πίνακες της ελληνιστικής περιόδου με παραστάσεις του θεού Ερμή και συμβόλων του, όπως χελώνας και κηρυκείου χάρις στους οποίους μπορούμε να αποδώσουμε τη χρήση του χώρου στη λατρεία του θεού.
Στην αρχαία πόλη
Πιο κοντά στη καρδιά της αρχαίας πόλης ερχόμαστε με την ανασκαφή στο οικόπεδο Μόκκα στην οδό Αγ. Αναργύρων 11 κοντά στην εκκλησία των ιατρών αγίων, όπου κατά μερικούς ερευνητές πιθανολογείται η θέση του Ασκληπιείου. Τα ευρήματα του οικοπέδου βέβαια ήταν λιγότερο εντυπωσιακά, καθώς αποκαλύφθηκε τμήμα οικίας των ύστερων ελληνιστικών χρόνων που χρησιμοποιήθηκε και κατά τη ρωμαιοκρατία. Στα βόρεια αυτής ήλθε στο φως επιμελημένης κατασκευής τοίχος με λίθινη κρηπίδα και ορθοστάτες που ανήκει κατά πάσα πιθανότητα σε γειτονικό δημόσιο κτήριο, που όμως βρίσκεται κάτω από την παρακείμενη σύγχρονη οικία. Μεταξύ των κινητών ευρημάτων του οικοπέδου ξεχωρίζουν τμήμα ανάγλυφου σκύφου, στον οποίο εικονίζονται ο θεός Άρης, η Άρτεμις και ο Ηρακλής, μία θαυμάσια κεφαλή ανδρικού ειδωλίου, αλλά και ένας κάνθαρος με ανάγλυφες παραστάσεις κυνηγιού κάπρου και ελαφιού που θα μπορούσαν να σχετισθούν με τους μύθους για το κυνήγι του Καλκυδωνίου κάπρου και της Κερηνίτιδος ελάφου.
Πιο ανατολικά στη συμβολή των οδών Παγκάλου και Διάκου, στο οικόπεδο Γεωργίου Κύρκου, και στο επίπεδο τμήμα της αρχαίας πόλης αποκαλύφθηκαν λιγοστά οικιστικά κατάλοιπα της ελληνιστικής περιόδου με τη μορφή επιμελημένων τοίχων που ανήκουν στο ίδιο πιθανώς συγκρότημα., αλλά και τμήμα κτιστού αγωγού και φρέατα, τα οποία ενδεχομένως ανήκουν σε κάποιο από τα κεραμουργεία της αρχαίας Τρίκκης που βρίσκεται κάτω από την οδό Διάκου. Η εικασία αυτή ενισχύεται από την εύρεση μιας πήλινης σφραγίδας που φέρει τα σύμβολα του κεραμέα Σώσα, με το όνομά του αποτυπωμένο επί τα λαιά για να σφραγίζει κεράμους και τα ακρόστιχα του ονόματος του. Στον ίδιο χώρο κατά την ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάσθηκαν ένα λιθόστρωτο καλντερίμι και οικίες που βρίσκονται σήμερα κάτω από την οδό Διάκου και διανοίχθηκαν φρέατα επενδεδυμένα με πήλινα τύμπανα, ενώ κατά την υστερορωμαϊκή περίοδο κτίστηκε δρομικό κτίριο επάνω από τα ερείπια των ελληνιστικών οικιών, το οποίο καταστράφηκε από ισχυρή πυρκαγιά. Τα ερείπια όλων των φάσεων σώθηκαν αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να μην είναι πολλές φορές δυνατή η διάκριση της κάτοψης των κτιρίων, εξαιτίας των πολλών βόθρων και των πηγαδιών που διανοίχτηκαν στην περιοχή κατά τη βυζαντινή περίοδο και την τουρκοκρατία.
Στο μικρό οικόπεδο της οδού Αντ. Ιακωβάκη 11, ιδιοκτησίας Τάσου Παπαναστασίου, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως τα λιγοστά κατάλοιπα δύο οικιστικών φάσεων που υποδηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η αρχαία Τρίκκη στις παρειές του λόφου του Φρουρίου των Τρικάλων. Αποκαλύφθηκε αναλημματικός τοίχος που χρονολογείται στα τέλη της κλασικής περιόδου και ο οποίος συγκρατούσε τα φερτά υλικά για τη δημιουργία μικρού πλατώματος στα δυτικά του. Την ίδια χρήση θα είχε και ο πιο ισχυρός αναλημματικός τοίχος της ελληνιστικής περιόδου που κτίστηκε επάνω από τον πρώτο έπειτα από την καταστροφή του και ο οποίος αργότερα ενισχύθηκε από μικρότερο τοίχο καθώς φαίνεται ότι κινδύνευσε με κατάρρευση. Η αποκάλυψη αναλημμάτων κοντά στο λόφο των Τρικάλων ενισχύει την άποψη ότι η αρχαία πόλη στα υψηλότερα τμήματά της αναπτύχθηκε βαθμιδωτά, με τοίχους αντιστήριξης για τη συγκράτηση οδών, πλατειών και οικιών. Από τα λιγοστά κινητά ευρήματα του οικοπέδου ξεχωρίζει πήλινος πίνακας με παράσταση κιθαρωδού γυναικείας μορφής, ίσως μιας εκ των Μουσών, μικρή κεφαλή ανδρικού ειδωλίου, ενώ μεγάλο μέρος των ευρημάτων αποτελούν τα υφαντικά βάρη αργαλειών.
Εικόνα
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, οι συνεχιζόμενες ανασκαφικές έρευνες στην πόλη των Τρικάλων μας δίνουν μια τελείως διαφορετική εικόνα για την ανάπτυξη της αρχαίας Τρίκκης από αυτή που είχαμε τα περασμένα χρόνια, για να προσθέσει:
« Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η αρχαία πόλη θα πρέπει να εκτεινόταν τουλάχιστον μέχρι την οδό Δραγούμη, στα βόρεια και μέχρι την οδό Κονδύλη στα ανατολικά, ενώ νότια και δυτικά οριζόταν από τον Ληθαίο ποταμό. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα η πόλη έπειτα από την κατάληψή της από τον Φίλιππο και πιθανότατα μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, δηλαδή στην ελληνιστική εποχή, ακμάζει, όπως αποδεικνύεται από την εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα τουλάχιστον έως και τον 1ο αι. μ. Χ. Αναπτύσσεται αυτόνομη καλλιτεχνική δημιουργία, όπως αποδεικνύουν οι δεκάδες μήτρες για την κατασκευή ανάγλυφων σκύφων και ειδωλίων που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στα κτίρια της ελληνιστικής φάσης της αρχαίας Τρίκκης και δραστηριοποιούνται καλλιτεχνικά εργαστήρια και κεραμείς, όπως ο Σώσας, που με περηφάνεια υπογράφουν τα προϊόντα τους. Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού που αποκαλύπτεται καθημερινά πλέον στην πόλη των Τρικάλων αναμένεται να σχετίσει την καλλιτεχνική και εμπορική δραστηριότητα της αρχαίας Τρίκκης με τις γειτονικές και τις πιο απομακρυσμένες ίσως περιοχές. Κατά τη ρωμαιοκρατία η πόλη συνεχίζει να αναπτύσσεται, από ότι φαίνεται σε μικρότερο βαθμό από ότι προηγουμένως, χωρίς ωστόσο να λείπουν από την πόλη και έως το τέλος της ύστερης αρχαιότητας καλλιτεχνικές αναλαμπές, όπως το κτήριο με το ψηφιδωτό δάπεδο της οδού Παγκάλου 27, που αποδεικνύουν ότι η αρχαία Τρίκκη αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία της. Η μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων αναμένεται πλέον να συνδέσει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα με τις ιστορικές μαρτυρίες και η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα να διευρύνει χρονικά έως την προϊστορική περίοδο τις γνώσεις μας για την ανάπτυξη της αρχαίας Τρίκκης, τεκμηριώνοντας την ομηρική παράδοση με στέρεα ανασκαφικά πορίσματα».
| |