Tου Πασχου Μανδραβελη
Είπε μια περίεργη κουβέντα τις προάλλες ο κ. Αλέκος Αλαβάνος. «Οποιος λέει να καταργηθεί το άσυλο δεν είναι Ελληνας, όπως ο κ. Σαμαράς». Μίλησε για το αρχαίο δράμα «Ικέτιδες» του Αισχύλου, θέμα του οποίου «είναι η παραχώρηση πολιτικού ασύλου από την πόλη του Αργους σε 50 γυναίκες υπό καταδίωξη από την Αφρική». Βέβαια, ο κ. Σαμαράς δεν μίλησε για κατάργηση του πολιτικού ασύλου (πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτό κατοχυρώνεται από τις διεθνείς συνθήκες;), αλλά του ακαδημαϊκού ασύλου που κατακρεουργείται με κάθε επαναστατική ευκαιρία.
Το σημαντικότερο όμως είναι η αποστροφή «όποιος λέει να καταργηθεί το άσυλο δεν είναι Ελληνας», την οποία μάλιστα τεκμηρίωσε γλωσσολογικά, υπογραμμίζοντας ότι «η λέξη άσυλο στις ευρωπαϊκές
γλώσσες, τα αγγλικά, αλλά και τα αμερικανικά είναι asylum».
Θα μπορούσε βέβαια να του ανταπαντήσει κάποιος ότι και το «χάος» είναι ελληνική λέξη και παρ’ όλα αυτά δεν το θέλει κανείς. Ομως αυτή η αποστροφή του κ. Αλαβάνου πρέπει να μας βάλει σε δεύτερες σκέψεις. Τι θα γινόταν αν, για παράδειγμα, ο κ. Γιώργος Καρατζαφέρης έλεγε «όποιος λέει να καταργηθούν οι παρελάσεις δεν είναι Ελληνας»; Δεν θα άκουγε δικαίως τα εξ αμάξης ότι διαχωρίζει τους Ελληνες σε γνήσιους και μιάσματα, ότι μοιράζει πιστοποιητικά «ελληνοπρέπειας» κ. ά.; Δεν θα του εξηγούσε κάποιος ότι μπορείς να είσαι Ελληνας και παρ’ όλα αυτά να έχεις διαφορετική άποψη για όλα τα πράγματα, ακόμη και γι’ αυτά που θεωρούνται ιερές αγελάδες του έθνους; Δεν θα τουυ ’λεγε κάποιος ότι εντός και του περιούσιου ελληνικού έθνους μπορούν να υπάρχουν πολιτικές διαφωνίες για μύρια όσα ζητήματα, είτε αυτά αφορούν το άσυλο είτε τις παρελάσεις;
Το δεύτερο ερώτημα είναι: Από πότε η Αριστερά μοιράζει πιστοποιητικά ελληνοπρέπειας; Mέχρι τώρα αυτό ήταν προνόμιο κάποιων γραφικών και κάποιων παπάδων ή έστω του συνδυασμού των δύο. Η Αριστερά διαχώριζε τους ανθρώπους σε αστούς, προλετάριους και κάτι ψιλά στη μέση, όχι σε Ελληνες και μη. Τώρα γιατί νιώθει την ανάγκη να καταφύγει στην εθνική ρητορεία για να στηρίξει τις θέσεις της;
Η απάντηση είναι ότι προφανώς η δική της ρητορεία πλέον δεν συγκινεί. Και δεν συγκινεί διότι κατ’ αρχήν είναι πληθωριστική. Οταν επί έτη μπουρδουκλώνει τα πάντα (νόμιμες και έκνομες συμπεριφορές) με το άσυλο, όταν βαφτίζει «λευκά κελιά» ή «κελιά τύπου F» τους χώρους κράτησης των καταδικασθέντων για δολοφονίες μελών της 17 Νοέμβρη, όταν χαρακτηρίζει «ναζιστική κατοχή» τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Μνημόνιο, όταν μοιράζει πιστοποιητικά κοινωνικών αγώνων σε κάθε έκνομο, όταν βαφτίζει «καταστολή» κάθε προσπάθεια τήρησης του νόμου, φυσικό και επόμενο είναι ο λόγος της Αριστεράς να καταντήσει σαν τα χαρτονομίσματα της κατοχής· συμβολισμοί που δεν αξίζουν ούτε το χαρτί στο οποίο τυπώνονται. Αυτή η Αριστερά της μεταπολίτευσης κατανάλωσε τους προηγούμενους αγώνες με ταχύτερους ρυθμούς, από εκείνους που όλοι μας καταναλώσαμε τα κοινοτικά κονδύλια. Χειρότερα: συκοφάντησε αξίες που κάποτε προασπιζόταν. Οποτε μιλάει κάποιος του ΣΥΡΙΖΑ για «κοινωνικούς αγώνες», αυτομάτως σχεδόν το μυαλό μας πάει σε παρανομίες και καταστροφές· όποτε αναφέρει τη λέξη «δημοκρατία» όλοι υποψιαζόμαστε ότι εννοεί την ατιμωρησία.