Του Ηλία ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ*
H
δεκαετία που πέρασε άφησε πίσω της ριζικές αλλαγές στο καθεστώς
αντιπροσώπευσης σε υπoεθνικό επίπεδο. Ένα φιλόδοξο σχέδιο μ' ένα ακόμη
πιο φιλόδοξο παρωνύμιο, ο «Καλλικράτης», άλλαξε τις σχέσεις μεταξύ
κεντρικού και τοπικού κράτους, αναδιαρθρώνοντας ριζικά την τοπολογία των
(ελλιπών και ανεπαρκών) αυτοδιοικητικών δομών.
Επιβάλλοντας μια πρωτόγνωρη χωρική πύκνωση της αντιπροσώπευσης σε τοπικό επίπεδο -επιμελώς κρυμμένη πίσω από τη συνήθη, και άρα όλως αναμενόμενη, ρητορική μιας «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης»-, ο «Καλλικράτης» αποτελεί τον αποκεντρωμένο βραχίονα μιας ευρύτερης στρατηγικής που ενισχύει τις προϊούσες διαδικασίες συγκεντροποίησης της πολιτικής εξουσίας.
Επιδιώκοντας την «καρτελοποίηση» του πολιτικού παιγνίου, αποβλέπει (και προσβλέπει) στον στενότερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο των τοπικών δικτύων πολιτικής δύναμης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το οικοδόμημα του «Καλλικράτη» κοσμεί και δεσπόζει στον ευρύτερο πολιτικό ορίζοντα που ατενίζουν οι, φανεροί και κρυφοί, οπαδοί της μεταδημοκρατίας -η οποία όμως προσφάτως, εκτός από αναδυόμενη, είναι και δοκιμαζόμενη.
Βέβαια, οι κοινωνίες δεν είναι πλυντήρια που λειτουργούν με προγράμματα. Αστάθμητοι παράγοντες και γεγονότα καραδοκούν κι εκδικούνται αλύπητα τις επί χάρτου ασκήσεις των πολιτικών επιτελείων -όσο επίλεκτα κι αν είναι αυτά. Κι έτσι κάποια στιγμή προέκυψε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεχύθηκε στο εσωτερικό της χώρας με μανία ανάλογη της κενότητας που διέπει τις ιθύνουσες πολιτικές και οικονομικές ελίτ.
Βέβαια το ντεμπούτο του «Καλλικράτη» έμελλε να είναι ατυχές υπό δύο έννοιες: Αφενός η
κρίση έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τους ίδιους τους δικομματικούς ηγήτορες της μεταδημοκρατίας, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαχειριστούν με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο τις επιθυμίες των εμπνευστών της. Όμως, το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι ότι οι μετοχές των δικομματικών ελίτ στο πολιτικό χρηματιστήριο κατέληξαν να υποβαθμιστούν σε επίπεδο αντίστοιχο των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Ακόμη δραστικότερο είναι το γεγονός ότι το όλο στρατήγημα της μεταδημοκρατίας έμεινε ορφανό και ακέφαλο, με αποτέλεσμα οι εθνικές ελίτ να τεθούν υπό καθεστώς επικυριαρχίας.
Από την άλλη πλευρά το ντεμπούτο του «Καλλικράτη» κατέληξε σε πραγματικό φιάσκο όταν ήρθε η ώρα των «αυτοδιοικητικών» του δικομματισμού να γευτούν το πικρό ποτήρι της ρηχής εκείνης ματαιοδοξίας που τους είχε οδηγήσει, στα συνέδρια της κραταιάς τότε ΚΕΔΚΕ, να χειροκροτούν αφελώς, αλλά και αφειδώς, την «καλλικρατική» εξαγγελία του επικείμενου πολιτικού τους θανάτου. Θάνατος που με την πρόσφατη επιτήρηση της αυτοδιοίκησης εξαγγέλθηκε πλέον και επίσημα με τους εγχώριους επικυριαρχούμενους, κατ' επιθυμίαν των επικυρίαρχων της τρόικας, να ανακοινώνουν ότι είναι κι αυτοί επικυρίαρχοι πάνω στους διπλά επικυριαρχούμενους της «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης».
Μ' αυτά και μ' αυτά, όμως, η αυτοδιοίκηση της κρίσης κινδυνεύει να εκπέσει μετατρεπόμενη, κατά τρόπο κωμικοτραγικό, από μεταδημοκρατικό καρτέλ υψηλής τεχνολογίας σε ωμή μεταμοντέρνα φεουδαρχία: ελάσσονες υπεξούσιοι διαφόρων αναβαθμών αποκαλύπτονται καθώς κανείς προχωρά στα εντόσθια της μεγάλης και πολιτικά ευρύχωρης μπάμπουσκας της οικονομικής ολιγαρχίας.
Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Όπως και στις οργανωμένες δομές της ύστερης φεουδαρχίας, υπάρχει και η φιγούρα του βασιλικού επιτρόπου -σήμερα ένας Φούχτελ, αύριο κάποιος άλλος-, που σε ρόλο αφοσιωμένου στο στέμμα τοποτηρητή περιοδεύει στις κομητείες της επικράτειας παρακολουθώντας με το άγρυπνο βλέμμα του τις μικρές μπάμπουσκες της «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης».
Πριν από ενάμιση περίπου αιώνα ο Τζον Στιούαρτ Μιλ θεμελίωνε την πολιτική ανάγκη για αυτοδιοίκηση στη βάση δύο λειτουργιών: πρώτον, την ανάγκη να υπάρχει ένα πολιτικό αντίβαρο που να εξισορροπεί την κεντρική εξουσία και να περιορίζει την τάση της προς αυθαιρεσία και αυταρχισμό και, δεύτερον, τη δυνατότητα της αυτοδιοίκησης να λειτουργήσει ως χώρος πολιτικής διαπαιδαγώγησης και προπαρασκευής των μαζών για τη συμμετοχή τους στην εξουσία.
Στην Ελλάδα δεν ισχύει τίποτε από τα δύο: Όσον αφορά το πρώτο, η αυτοδιοίκηση λειτούργησε και λειτουργεί περισσότερο ως έρμα (πείτε το και σαβούρα) της κεντρικής εξουσίας, παρά ως αντίβαρο. Ως προς το δεύτερο, η αυτοδιοίκηση απέτυχε, διότι ποτέ δεν λειτούργησε ως δημόσιο σχολείο, αλλά σχεδόν πάντα ως ταχύρρυθμο κομματικό φροντιστήριο.
Η εκκωφαντική απουσία μιας διακριτής θεσμικής αποστολής για την αυτοδιοίκηση -κι αυτό σίγουρα δεν αποτελεί μαξιμαλιστική απαίτηση μιας «αλλοπρόσαλλης» Αριστεράς- είναι αυτή που ευθύνεται για την ταχεία διολίσθησή της, σε συνθήκες κρίσης, από ευτελές έπος σε θλιβερή οπερέτα. Η πραγματική και ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την έννοια μιας αυθεντικής, πρωτογενούς εκπροσώπησης, όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό (πιο σωστά την κοινότητα) και ασκείται απ' αυτόν (κι όχι υπέρ αυτού) είναι μέγεθος άγνωστο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα (πλην βέβαια μίας, αλλά ιδιότυπης, εξαίρεσης, η οποία φυσικά δεν μνημονεύεται στα περί αυτοδιοίκησης άρθρα του Συντάγματος: της αθωνικής χερσονήσου!).
Το γεγονός ότι η υπαρκτή εκδοχή της εγχώριας αυτοδιοίκησης, με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις, δεν χαίρει και ιδιαίτερης εκτίμησης στην κοινή γνώμη οφείλεται εν πρώτοις στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που την εξέθρεψε και δευτερευόντως στην ίδια. Από την άλλη όμως πλευρά, ενδιαφέρον προκαλεί το δεδομένο ότι η κοινή γνώμη επιφυλάσσει πολύ θετικότερη στάση απέναντι στον γενικό θεωρητικό ιδεότυπο της αυτοδιοίκησης. Αυτή η διχοστασία υποδηλώνει όμως και μια έμμεση πολιτική διεκδίκηση της αυτοδιοίκησης, έστω και μέσω της απλής επισήμανσης των αποκλίσεων της πενιχρής πολιτικής πραγματικότητας από τον αυτοδιοικητικό ιδεότυπο.
Αν όμως υπάρχουν οι κοινωνικές προσδοκίες, θα πρέπει να υπάρξει και το ανάλογο πολιτικό πρόγραμμα που θα τις εκφράσει και θα τις μορφοποιήσει σε οργανωμένη πολιτική πράξη. Οι προσδοκίες αυτές έχουν ωριμάσει πολύ περισσότερο και θα πρέπει πλέον να υπάρξει μια πλατιά, ανοιχτή πολιτική έκκληση στις δυνάμεις που ανέδειξε η κοινωνική βάση και η κοινωνική δυναμική, στις οποίες θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία μιας συνταγματικά οριοθετημένης αυτοδιεύθυνσης.
Όμως, η πολιτική ανακυττάρωση της αυτοδιοίκησης μέσα από την κινητοποίηση της κοινωνικής βάσης και την αξιοποίηση των συμμετοχικών και αλληλέγγυων δομών που αυθόρμητα γέννησαν οι δουλείες του Μνημονίου καταδεικνύει κι ένα άλλο ζήτημα μακροσκοπικής τάξης. Προφανώς, το ζητούμενο δεν είναι μια μερική αναμόρφωση των πενιχρών και ρακένδυτων αυτοδιοικητικών θεσμών που στην ουσία θα διατηρεί την αυτοδιοίκηση στην υπολειμματική θέση που ιστορικά κατείχε εντός του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Αυτό που πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά είναι η ριζική πολιτική αναβάθμιση του θεσμού, η οποία μάλιστα μπορεί να δώσει γόνιμες απαντήσεις στη βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος και να αναδειχθεί σε κομβικό σημείο ισορροπίας του ευρύτερου συστήματος αντιπροσώπευσης.
Εφόσον εγγραφεί στο πολιτικό πρόγραμμα μιας αριστερής κυβέρνησης, το ευκταίο αλλά και εφικτό αυτό ενδεχόμενο είναι σε θέση να γεννήσει εντελώς νέες δυναμικές νομιμοποίησης, ειδικά τώρα που το προϋπάρχον κομματικό σύστημα ρευστοποιείται και γίνεται πολυπολικό. Όσο για το μακροσκοπικό επίπεδο, μια αυτοδιοίκηση με γνήσια απεύθυνση και αναφορά στην κοινωνική βάση θα βοηθήσει το πολιτικό σύστημα να αποκτήσει τη θεσμική και πολιτική «βιοποικιλότητα» που απαιτείται προκειμένου να προσαρμοστεί και να επιβιώσει. Για όλα αυτά βέβαια απαιτούνται προτάσεις, ένα σχεδίασμα των οποίων θα περιέχεται σε επόμενο σημείωμα...
* Ο Ηλίας Γεωργαντάς είναι επίκουρος καθηγητής Τοπικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=734889
Το
ντεμπούτο του «Καλλικράτη» κατέληξε σε πραγματικό φιάσκο όταν ήρθε η
ώρα των «αυτοδιοικητικών» του δικομματισμού να γευτούν το πικρό ποτήρι
της ρηχής εκείνης ματαιοδοξίας που τους είχε οδηγήσει, στα συνέδρια της
κραταιάς τότε ΚΕΔΚΕ, να χειροκροτούν αφελώς, αλλά και αφειδώς, την
«καλλικρατική» εξαγγελία του επικείμενου πολιτικού τους θανάτου
Επιβάλλοντας μια πρωτόγνωρη χωρική πύκνωση της αντιπροσώπευσης σε τοπικό επίπεδο -επιμελώς κρυμμένη πίσω από τη συνήθη, και άρα όλως αναμενόμενη, ρητορική μιας «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης»-, ο «Καλλικράτης» αποτελεί τον αποκεντρωμένο βραχίονα μιας ευρύτερης στρατηγικής που ενισχύει τις προϊούσες διαδικασίες συγκεντροποίησης της πολιτικής εξουσίας.
Επιδιώκοντας την «καρτελοποίηση» του πολιτικού παιγνίου, αποβλέπει (και προσβλέπει) στον στενότερο και αποτελεσματικότερο έλεγχο των τοπικών δικτύων πολιτικής δύναμης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το οικοδόμημα του «Καλλικράτη» κοσμεί και δεσπόζει στον ευρύτερο πολιτικό ορίζοντα που ατενίζουν οι, φανεροί και κρυφοί, οπαδοί της μεταδημοκρατίας -η οποία όμως προσφάτως, εκτός από αναδυόμενη, είναι και δοκιμαζόμενη.
Βέβαια, οι κοινωνίες δεν είναι πλυντήρια που λειτουργούν με προγράμματα. Αστάθμητοι παράγοντες και γεγονότα καραδοκούν κι εκδικούνται αλύπητα τις επί χάρτου ασκήσεις των πολιτικών επιτελείων -όσο επίλεκτα κι αν είναι αυτά. Κι έτσι κάποια στιγμή προέκυψε η παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεχύθηκε στο εσωτερικό της χώρας με μανία ανάλογη της κενότητας που διέπει τις ιθύνουσες πολιτικές και οικονομικές ελίτ.
Βέβαια το ντεμπούτο του «Καλλικράτη» έμελλε να είναι ατυχές υπό δύο έννοιες: Αφενός η
κρίση έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τους ίδιους τους δικομματικούς ηγήτορες της μεταδημοκρατίας, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διαχειριστούν με πολιτικά αποτελεσματικό τρόπο τις επιθυμίες των εμπνευστών της. Όμως, το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι ότι οι μετοχές των δικομματικών ελίτ στο πολιτικό χρηματιστήριο κατέληξαν να υποβαθμιστούν σε επίπεδο αντίστοιχο των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Ακόμη δραστικότερο είναι το γεγονός ότι το όλο στρατήγημα της μεταδημοκρατίας έμεινε ορφανό και ακέφαλο, με αποτέλεσμα οι εθνικές ελίτ να τεθούν υπό καθεστώς επικυριαρχίας.
Από την άλλη πλευρά το ντεμπούτο του «Καλλικράτη» κατέληξε σε πραγματικό φιάσκο όταν ήρθε η ώρα των «αυτοδιοικητικών» του δικομματισμού να γευτούν το πικρό ποτήρι της ρηχής εκείνης ματαιοδοξίας που τους είχε οδηγήσει, στα συνέδρια της κραταιάς τότε ΚΕΔΚΕ, να χειροκροτούν αφελώς, αλλά και αφειδώς, την «καλλικρατική» εξαγγελία του επικείμενου πολιτικού τους θανάτου. Θάνατος που με την πρόσφατη επιτήρηση της αυτοδιοίκησης εξαγγέλθηκε πλέον και επίσημα με τους εγχώριους επικυριαρχούμενους, κατ' επιθυμίαν των επικυρίαρχων της τρόικας, να ανακοινώνουν ότι είναι κι αυτοί επικυρίαρχοι πάνω στους διπλά επικυριαρχούμενους της «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης».
Μ' αυτά και μ' αυτά, όμως, η αυτοδιοίκηση της κρίσης κινδυνεύει να εκπέσει μετατρεπόμενη, κατά τρόπο κωμικοτραγικό, από μεταδημοκρατικό καρτέλ υψηλής τεχνολογίας σε ωμή μεταμοντέρνα φεουδαρχία: ελάσσονες υπεξούσιοι διαφόρων αναβαθμών αποκαλύπτονται καθώς κανείς προχωρά στα εντόσθια της μεγάλης και πολιτικά ευρύχωρης μπάμπουσκας της οικονομικής ολιγαρχίας.
Αλλά κι αυτό δεν είναι αρκετό. Όπως και στις οργανωμένες δομές της ύστερης φεουδαρχίας, υπάρχει και η φιγούρα του βασιλικού επιτρόπου -σήμερα ένας Φούχτελ, αύριο κάποιος άλλος-, που σε ρόλο αφοσιωμένου στο στέμμα τοποτηρητή περιοδεύει στις κομητείες της επικράτειας παρακολουθώντας με το άγρυπνο βλέμμα του τις μικρές μπάμπουσκες της «ισχυρής και αποτελεσματικής αυτοδιοίκησης».
Πριν από ενάμιση περίπου αιώνα ο Τζον Στιούαρτ Μιλ θεμελίωνε την πολιτική ανάγκη για αυτοδιοίκηση στη βάση δύο λειτουργιών: πρώτον, την ανάγκη να υπάρχει ένα πολιτικό αντίβαρο που να εξισορροπεί την κεντρική εξουσία και να περιορίζει την τάση της προς αυθαιρεσία και αυταρχισμό και, δεύτερον, τη δυνατότητα της αυτοδιοίκησης να λειτουργήσει ως χώρος πολιτικής διαπαιδαγώγησης και προπαρασκευής των μαζών για τη συμμετοχή τους στην εξουσία.
Στην Ελλάδα δεν ισχύει τίποτε από τα δύο: Όσον αφορά το πρώτο, η αυτοδιοίκηση λειτούργησε και λειτουργεί περισσότερο ως έρμα (πείτε το και σαβούρα) της κεντρικής εξουσίας, παρά ως αντίβαρο. Ως προς το δεύτερο, η αυτοδιοίκηση απέτυχε, διότι ποτέ δεν λειτούργησε ως δημόσιο σχολείο, αλλά σχεδόν πάντα ως ταχύρρυθμο κομματικό φροντιστήριο.
Η εκκωφαντική απουσία μιας διακριτής θεσμικής αποστολής για την αυτοδιοίκηση -κι αυτό σίγουρα δεν αποτελεί μαξιμαλιστική απαίτηση μιας «αλλοπρόσαλλης» Αριστεράς- είναι αυτή που ευθύνεται για την ταχεία διολίσθησή της, σε συνθήκες κρίσης, από ευτελές έπος σε θλιβερή οπερέτα. Η πραγματική και ουσιαστική αυτοδιοίκηση με την έννοια μιας αυθεντικής, πρωτογενούς εκπροσώπησης, όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό (πιο σωστά την κοινότητα) και ασκείται απ' αυτόν (κι όχι υπέρ αυτού) είναι μέγεθος άγνωστο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα (πλην βέβαια μίας, αλλά ιδιότυπης, εξαίρεσης, η οποία φυσικά δεν μνημονεύεται στα περί αυτοδιοίκησης άρθρα του Συντάγματος: της αθωνικής χερσονήσου!).
Το γεγονός ότι η υπαρκτή εκδοχή της εγχώριας αυτοδιοίκησης, με κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις, δεν χαίρει και ιδιαίτερης εκτίμησης στην κοινή γνώμη οφείλεται εν πρώτοις στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που την εξέθρεψε και δευτερευόντως στην ίδια. Από την άλλη όμως πλευρά, ενδιαφέρον προκαλεί το δεδομένο ότι η κοινή γνώμη επιφυλάσσει πολύ θετικότερη στάση απέναντι στον γενικό θεωρητικό ιδεότυπο της αυτοδιοίκησης. Αυτή η διχοστασία υποδηλώνει όμως και μια έμμεση πολιτική διεκδίκηση της αυτοδιοίκησης, έστω και μέσω της απλής επισήμανσης των αποκλίσεων της πενιχρής πολιτικής πραγματικότητας από τον αυτοδιοικητικό ιδεότυπο.
Αν όμως υπάρχουν οι κοινωνικές προσδοκίες, θα πρέπει να υπάρξει και το ανάλογο πολιτικό πρόγραμμα που θα τις εκφράσει και θα τις μορφοποιήσει σε οργανωμένη πολιτική πράξη. Οι προσδοκίες αυτές έχουν ωριμάσει πολύ περισσότερο και θα πρέπει πλέον να υπάρξει μια πλατιά, ανοιχτή πολιτική έκκληση στις δυνάμεις που ανέδειξε η κοινωνική βάση και η κοινωνική δυναμική, στις οποίες θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία μιας συνταγματικά οριοθετημένης αυτοδιεύθυνσης.
Όμως, η πολιτική ανακυττάρωση της αυτοδιοίκησης μέσα από την κινητοποίηση της κοινωνικής βάσης και την αξιοποίηση των συμμετοχικών και αλληλέγγυων δομών που αυθόρμητα γέννησαν οι δουλείες του Μνημονίου καταδεικνύει κι ένα άλλο ζήτημα μακροσκοπικής τάξης. Προφανώς, το ζητούμενο δεν είναι μια μερική αναμόρφωση των πενιχρών και ρακένδυτων αυτοδιοικητικών θεσμών που στην ουσία θα διατηρεί την αυτοδιοίκηση στην υπολειμματική θέση που ιστορικά κατείχε εντός του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Αυτό που πρέπει να σχεδιαστεί προσεκτικά είναι η ριζική πολιτική αναβάθμιση του θεσμού, η οποία μάλιστα μπορεί να δώσει γόνιμες απαντήσεις στη βαθιά κρίση του πολιτικού συστήματος και να αναδειχθεί σε κομβικό σημείο ισορροπίας του ευρύτερου συστήματος αντιπροσώπευσης.
Εφόσον εγγραφεί στο πολιτικό πρόγραμμα μιας αριστερής κυβέρνησης, το ευκταίο αλλά και εφικτό αυτό ενδεχόμενο είναι σε θέση να γεννήσει εντελώς νέες δυναμικές νομιμοποίησης, ειδικά τώρα που το προϋπάρχον κομματικό σύστημα ρευστοποιείται και γίνεται πολυπολικό. Όσο για το μακροσκοπικό επίπεδο, μια αυτοδιοίκηση με γνήσια απεύθυνση και αναφορά στην κοινωνική βάση θα βοηθήσει το πολιτικό σύστημα να αποκτήσει τη θεσμική και πολιτική «βιοποικιλότητα» που απαιτείται προκειμένου να προσαρμοστεί και να επιβιώσει. Για όλα αυτά βέβαια απαιτούνται προτάσεις, ένα σχεδίασμα των οποίων θα περιέχεται σε επόμενο σημείωμα...
* Ο Ηλίας Γεωργαντάς είναι επίκουρος καθηγητής Τοπικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=734889