«Η
τύχη της Ευρώπης βρίσκεται στα χέρια των πολιτών της. Οι επικείμενες
Ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014, διενεργούνται σε μια κρίσιμη, για την
περαιτέρω προοπτική του Ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος, συγκυρία. Που
προσδιορίζεται από τρία βασικά και
αλληλένδετα στοιχεία, και συγκεκριμένα:
Α.
Από την επιδείνωση των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στις περισσότερες
κοινωνίες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της Νότιας Ευρώπης.
Β.
Από την επίταση των φαινομένων πολιτικής
αναταραχής που εκδηλώνονται είτε μέσω έντονων λαϊκών διαμαρτυριών εναντίον των
μέτρων που λαμβάνονται, είτε μέσω της ανόδου εξτρεμιστικών κινημάτων,
με σαφή ρατσιστικό, και αντί-ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Γ.
Από την εμφάνιση σε μερίδα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης , αισθημάτων δυσφορίας
για το «κόστος της Ευρώπης», είτε με τη μορφή της δυστροπίας για την υποχρέωση
«ενίσχυσης» των «σπάταλων» εταίρων εκ μέρους των πολιτών των χωρών με ισχυρή
οικονομία, είτε με τη μορφή της αγανάκτησης για τα βάρη που επωμίζονται και την
αναλγησία των δανειστών, από την πλευρά των πολιτών των υπερχρεωμένων χωρών.
Μέσα
σε αυτόν τον βαρύ πολιτικό ορίζοντα, είναι προφανές ότι η επικείμενη «μάχη» των
Ευρωεκλογών προσλαμβάνει χαρακτήρα μείζονος αναμέτρησης. Ανάμεσα σε εκείνες τις
πολιτικές δυνάμεις που - αξιοποιώντας τις λαϊκές αντιδράσεις στην κρίση -
προσφεύγουν σε μια εμπρηστική συνθηματολογία και επενδύουν στην καλλιέργεια του
φόβου, διασαλπίζοντας το «τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Και ανάμεσα σε αυτές
τις πολιτικές δυνάμεις που ενώ αποδέχονται ότι η κρίση και η εσφαλμένη σε πολλά
σημεία της διαχείρισή της, έχει πράγματι προκαλέσει οδυνηρές επιπτώσεις σε
ευρύτατα στρώματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ωστόσο, αναγνωρίζουν, παράλληλα,
ότι η όποια αρνητική συγκυρία επ’ ουδενί πρέπει να αποτελέσει το άλλοθι για να
διακυβευθούν τα μεγάλα επιτεύγματα της 63/χρονης ενοποιητικής προσπάθειας. Αλλά και που
φρονούν, ότι αντίθετα, η απάντηση σε αυτή τη δοκιμασία πρέπει να είναι
περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη, καθώς
εκτιμούν ότι μόνον διατηρώντας τη συνοχή της θα κατορθώσει να αντιμετωπίσει
δημιουργικά την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης, και θα αποφύγει την
περιθωριοποίησή της.
Με
αυτά τα δεδομένα, καθίσταται πρόδηλο ότι το διακύβευμα των επερχόμενων
Ευρωεκλογών είναι, σε τελική ανάλυση, το αν θα διατηρηθούν και θα επαυξηθούν
στην πορεία τα κεκτημένα των τελευταίων έξι και πλέον δεκαετιών Ευρωπαϊκής
ενοποιητικής προσπάθειας, ή αν, αντίθετα, θα χαθούν με την ανάδειξη δυνάμεων
«ταξικής» μισαλλοδοξίας και «εθνικιστικού» φανατισμού, που, παρά τις
επιφανειακές διαφορές τους, στην πραγματικότητα συγκλίνουν στην επιδίωξή τους
για το «τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης», τουλάχιστον έτσι όπως αυτή έχει
διαμορφωθεί ιστορικά μέχρι σήμερα. Και από την άποψη αυτή, είναι οι ίδιοι οι
πολίτες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με την κυρίαρχη βούλησή
τους, θα καθορίσουν το προς τα πού θα κινηθεί στο μέλλον η Ευρώπη. Για το αν
δηλαδή, θα προχωρήσει «ενωμένη εν τη ισχύ της», υπερβαίνοντας τις σημερινές
αδυναμίες της, ή αν – αντίθετα – θα πορευθεί εφ’ εξής περαιτέρω διαιρεμένη και
αποδυναμωμένη, χάνοντας ευκαιρίες και καθιστάμενη έρμαιο των αδηφάγων διαθέσεων
κυριαρχίας έξω-ευρωπαϊκών ή ακόμη και ευρωπαϊκών δυνάμεων. Που καραδοκούν να
την ελέγξουν, προωθώντας τους δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς και τις
δικές τους γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Ακριβώς αυτή η ιστορικά βαρυσήμαντη
διάσταση που ενέχουν, καθιστά τις Ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014 ως ένα
καθοριστικό ορόσημο για το σήμερα και το αύριο των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ιδιαίτερα
για τη χώρα μας, οι Ευρωεκλογές, επιπρόσθετα, εμπεριέχουν και μια ακόμη
καθοριστική σημασία. Διεξαγόμενες σε μια περίοδο, όπου οι επαχθείς όροι των
δανειστών μας έχουν διαμορφώσει για μεγάλες κατηγορίες πολιτών συνθήκες
πρωτοφανούς οικονομικής ασφυξίας,
«προσφέρονται» ως ευκαιρία για την έκφραση της απαρέσκειάς τους μέσω μιας
«ψήφου τιμωρίας». Μόνο που μια τέτοια εκλογική συμπεριφορά θα είχε έντονα τα
στοιχεία μιας κατανοητής, αλλά αδιέξοδης διαμαρτυρίας, καθώς θα παρέβλεπε τη
σύνθετη πραγματικότητα και θα παρέκαμπτε τους πραγματικούς υπεύθυνους εξ αιτίας
των οποίων η χώρα μας οδηγήθηκε στη σημερινή κατάσταση. Ακόμη χειρότερα, κάτι
τέτοιο θα είχε έντονο τον χαρακτήρα μιας ιστορικά αβάσιμης αποδοκιμασίας
απέναντι στην 32/χρονη ευρωπαϊκή διαδρομή της Ελλάδας, η οποία στο ισοζύγιό της
μόνο θετικά λειτούργησε για την Ελληνική
κοινωνία, καθώς της διασφάλισε μια μακρά περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας,
κοινωνικής γαλήνης και σχετικής οικονομικής προόδου, την οποία αφρόνως
υπονόμευσαν με τις λαϊκιστικές επιλογές τους οι πολιτικές δυνάμεις εκείνες που
εξ αρχής αντιμετώπισαν την παρουσία της Ελλάδας στην Ευρώπη ως εργαλείο για τη
μικροπολιτική τους επιβίωση.
Χωρίς να θέλει να αποσείσει κανείς τις πελώριες
ευθύνες κάποιων εταίρων μας για τη σημερινή δύσκολη κατάσταση της πατρίδας μας,
δεν είναι δυνατόν εν τούτοις να αποδεχθεί ότι η απάντηση σε αυτές μπορεί να
είναι η Ελλάδα να εγκαταλείψει απερίσκεπτα τα οφέλη που της έχει προσπορίσει η
συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή προσπάθεια και να αποδυθεί σε μια άδηλης προοπτικής
περιπέτεια, επιβραβεύοντας εκείνες τις αντί-ευρωπαϊκές δυνάμεις, που το μόνο το
οποίο υπόσχονται είναι μια στείρα άρνηση χωρίς
ξεκάθαρο προσανατολισμό. Η Νέα Δημοκρατία, η παράταξη των κορυφαίων
εθνικών στρατηγικών επιλογών, η οποία με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έβγαλε
τη χώρα μας από τη γεωπολιτική της απομόνωση και διάνοιξε τους δρόμους για μια
νέα πορεία της Ελληνικής κοινωνίας, υπεραμύνεται της Ευρωπαϊκής επιλογής, όχι
μόνο υπερασπιζόμενη τα μέχρι σήμερα κεκτημένα, αλλά και με στέρεη την πεποίθηση
για τις θετικές προοπτικές που αυτή εμπεριέχει για το μέλλον της Ελλάδας.»