Ομιλία Παναγιώτας Δριτσέλη στη β’ ανάγνωση
του νομοσχεδίου «Ίδρυση και οργάνωση Συμβουλίου Εθνικής Πολιτικής για την Παιδεία
και άλλες διατάξεις». Διαρκής Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων. 26/8/2014
Κύριε Υπουργέ,
σήμερα ολοκληρώνουμε την επεξεργασία του σχεδίου νόμου στην Επιτροπή και
περιμένουμε να δούμε τις νομοτεχνικές βελτιώσεις, αν αυτές αφορούν στα ζητήματα
για τα οποία είχατε πει ότι θα επανέλθετε στο σχέδιο νόμου επί των άρθρων.
Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα πληροφορούμαστε κυρίως από τον Τύπο, τις προθέσεις
του Υπουργείου σε μια σειρά από πάρα πολύ κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα, στα οποία παρά τις επανειλημμένες πρωτοβουλίες
μας δεν έχει γίνει σήμερα καμία θεσμική συζήτηση. Για παράδειγμα, το θέμα της
διαγραφής των φοιτητών οι οποίοι υπερβεί τα έτη σπουδών τους, δεν έχει
συζητηθεί καθόλου στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων.
Εμείς από την
πλευρά μας έχουμε καταθέσει συγκεκριμένη τροπολογία επί του ζητήματος, την
οποία και επανακαταθέτουμε πάλι ενόψει της συζήτησης στην Ολομέλεια και θα
θέλαμε κάποια στιγμή να γίνει ουσιαστικός διάλογος για αυτό το πάρα πολύ σοβαρό
θέμα που αυτή τη στιγμή ταλανίζει χιλιάδες νέους. Διαβάζουμε τις δηλώσεις του
Υπουργού, ότι επιθυμεί να ρυθμίσει το θέμα της διαγραφής των φοιτητών με μια
τροπολογία οπωσδήποτε, μέχρι τις 31 Αυγούστου. Πραγματικά δεν κατανοούμε αυτή
τη σπουδή από την μεριά του Υπουργείου και αυτή τη λογική του ξαφνικού θανάτου.
Δεν μπορούμε πραγματικά να καταλάβουμε αν το Υπουργείο αυτή τη στιγμή
λειτουργεί αυτόβουλα ή αν υπάρχει κάποια πίεση από την τρόικα, ώστε με τη
μείωση του αριθμού των φοιτητών να δικαιολογηθεί και η όποια σχεδιαζόμενη
μείωση της κρατικής χρηματοδότησης προς τα Πανεπιστήμια.
Επιθυμούμε
λοιπόν, να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος συζήτησης και να μη γίνει καμία μονομερής
ενεργεία σε αυτό το θέμα από το Υπουργείο. Η δική μας άποψη στο συγκεκριμένο
θέμα είναι ξεκάθαρη και θα ήθελα να την επαναλάβω. Σε αυτές τις δύσκολες
συνθήκες τις οποίες όλοι βιώνουμε σήμερα, με την ανεργία των νέων αγγίζει
τερατώδη επίπεδα, θεωρούμε ότι χρέος της πολιτείας είναι η ενθάρρυνση όλων να
ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και να γυρίσουν πίσω στα αμφιθέατρα. Θα πρέπει
για μια φορά το κράτος να αντιμετωπίσει
τη σπουδάζουσα νεολαία με θετικό τρόπο. Τα νέα παιδιά, τα οποία για
οποιοδήποτε λόγο ωθούμενα από τις περιστάσεις της ζωής καθυστέρησαν την
ολοκλήρωση των σπουδών τους, θα πρέπει να στηριχτούν έμπρακτα και όχι να
διαγραφούν, ώστε να μπορέσουν να βγουν στο στίβο της ζωής με όλα τα απαραίτητα
εφόδια. Λέμε ότι το μέτρο των διαγραφών είναι απαράδεκτο και η πολιτεία θα
πρέπει να δίνει ευκαιρίες στους πολίτες και όχι μόνο τους πνίγει καθημερινά με
τη φορολόγηση και με τα μέτρα λιτότητας. Καλούμε το Υπουργείο να δει το θέμα με
ακαδημαϊκά, αλλά και με κοινωνικά κριτήρια και να μην προβεί σε αυτές τις
μαζικές διαγραφές φοιτητών τις οποίες φαίνεται δυστυχώς, να έχει
προαποφασίσει.
Σε αυτό το
σημείο θα ήθελα να παρουσιάσω τα βασικά στοιχεία και σημεία της πρότασής μας,
διότι ακούσαμε τον Υπουργό να αναφέρεται
δημοσίως την τροπολογία μας χωρίς, όμως να αποτυπώνει με ακρίβεια τα όσα
περιέχονται σε αυτή και θα ήθελα σε αυτό το πλαίσιο να αποκαταστήσω και την
πραγματικότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν προτείνει να δοθεί η δυνατότητα σε όλους τους
φοιτητές, εφόσον το επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Επίσης, λέμε, ότι
από εδώ και στο εξής θα θεωρείται ότι αποχωρούν αυτόβουλα μόνο όσοι φοιτητές
δεν προσέλθουν να εγγράφουν για δύο συνεχή ακαδημαϊκά εξάμηνα, χωρίς η απουσία
τους να είναι δικαιολογημένη από κάποιο σοβαρό λόγο. Αυτές οι προτεινόμενες
ρυθμίσεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ, δηλαδή δεν αφορούν όσους φοιτητές δεν
εγγράφηκαν κατά το παρελθόν, αλλά όσους δεν θα εγγραφούν από το επόμενο έτος
και στο εξής. Νομίζω ότι ο Υπουργός παρανόησε σε αυτό το σημείο την τροπολογία
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και θα θέλαμε να αποκατασταθεί η ουσία της νομοθετικής μας
παρέμβασης.
Όσον αφορά στο
νομοσχέδιο, επαναλαμβάνω ότι κατά την άποψη του ΣΥΡΙΖΑ, η ίδρυση ενός
Συμβουλίου πρώην και νυν Υπουργών Παιδείας, το οποίο θα γνωμοδοτεί για τα
κρίσιμα εκπαιδευτικά ζητήματα δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της δημόσιας
εκπαίδευσης. Η δημιουργία ενός κλειστού «club» υπουργών, πολλοί από τους οποίους έχουν αφήσει και αρνητικό
αποτύπωμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί θεσμική καινοτομία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α εκτιμά πως σε
ένα τέτοιο όργανο θα λειτουργήσει ως πλατφόρμα νομιμοποίησης αντιεκπαιδευτικών
και νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με αρνητικό πρόσημο για τη δημόσια παιδεία και
σε αυτό το πλαίσιο είμαστε αντίθετοι με τη δημιουργία ενός τέτοιου
υπουργοκεντρικού οργάνου.
Σε σχέση με τη
μοριοδότηση των εκπαιδευτικών που υπηρετούν σε δυσπρόσιτες περιοχές, από μόνο
του ένα τέτοιο μέτρο δεν μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευτικούς που προσφέρουν
τις υπηρεσίες τους στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές της χώρας. Το να λες σε
έναν εκπαιδευτικό ότι θα μοριοδοτηθεί δίπλα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του
σε σχολεία δυσπρόσιτων περιοχών με αμοιβή περίπου 600 ευρώ και χωρίς αυτή η
μοριοδότηση να αποτυπώνεται στην προϋπηρεσία του, προφανώς και δεν αποτελεί
κανενός είδους στήριξη. Εμείς, λοιπόν, ζητάμε να αποκατασταθούν οι αμοιβές και
να υπάρξει σταθερό πλαίσιο εργασίας για όλους τους εκπαιδευτικούς και σε ό,τι
αφορά τη μοριοδότηση των αναπληρωτών, αυτή θα πρέπει οπωσδήποτε να συνοδευτεί
και με το άνοιγμα των πινάκων της προϋπηρεσίας τους, αλλά και να αποκατασταθεί
η αναδρομικότητα της προϋπηρεσίας αυτής από το 2010. Κύριε Υπουργέ, θεωρούμε
ότι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε σε εκπαιδευτικούς που τα προηγούμενα
χρόνια πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα δημόσια σχολεία της χώρας μας, είναι να
προσμετρήσουμε την εκπαιδευτική τους προϋπηρεσία.
Ως προς τις
ρυθμίσεις που αφορούν στα άτομα με αναπηρία, αυτές αφορούν αφενός τους φοιτητές
με αναπηρία, οι οποίοι θα μπορούν να εγγράφονται στις σχολές επιτυχίας τους,
χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα από τα πανεπιστήμια να αρνούνται. Η κατάργηση των
διατάξεων αυτών αποτελεί σαφώς ένα σωστό βήμα. Επαναλαμβάνουμε όμως, ότι αν το
Υπουργείο δεν στηρίξει με πόρους, υλικοτεχνική υποδομή και κατάλληλο
εκπαιδευτικό προσωπικό τα πανεπιστήμια, τότε αυτά μοιραία δεν θα έχουν τη
δυνατότητα να εξασφαλίσουν την πρόσβαση στη γνώση στους φοιτητές με αναπηρία. Ο
ΣΥΡΙΖΑ λέει σαφώς ότι και τα άτομα με αναπηρία πρέπει να μπορούν να σπουδάζουν,
αλλά η πολιτεία θα πρέπει οπωσδήποτε να στέκεται αρωγός σε αυτές τους τις
προσπάθειες.
Σε ό,τι αφορά το
δεύτερο ζήτημα, τη διάταξη για τους εκπαιδευτικούς με αναπηρία, κατατέθηκε σε νομοτεχνική
βελτίωση από το Υπουργείο στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής, μια διάταξη
αριθμούμενη ως άρθρο 10, με την οποία δίδεται προτεραιότητα στους
εκπαιδευτικούς με 67% αναπηρία για την πρόσληψή τους ως αναπληρωτές στη γενική
εκπαίδευση σε ποσοστό 5% με ταυτόχρονο περιορισμό να μην υπερβαίνουν οι
εκπαιδευτικοί αυτοί το 15% της σχολικής μονάδας. Την ίδια διάταξη την είχαμε
δει και στο τελικό προσχέδιο του νομοσχεδίου για την ειδική αγωγή, που δεν
κατατέθηκε ποτέ βέβαια, ως άρθρο 32, με τη διαφορά όμως ότι σε εκείνο το άρθρο
το ποσοστό ανερχόταν σε 10%, χωρίς να υφίσταται κανένας περιορισμός σε σχέση με
τον αριθμό των διδασκόντων.
Θα θέλαμε να
ρωτήσουμε τι ακριβώς μεσολάβησε και περιορίστηκε στο μισό το ποσοστό και γιατί
το Υπουργείο διστάζει να νομοθετήσει ένα θετικό μέτρο για τους εκπαιδευτικούς
με αναπηρία; Θεωρούμε ότι οι εκπαιδευτικοί αυτοί θα πρέπει να στηριχθούν και η
ένταξή τους στη γενική εκπαίδευση μπορεί να προσφέρει θετικότατες
αναπαραστάσεις στους μαθητές, οι οποίοι εκτός από τα μαθήματά τους μαθαίνουν φυσικά
και αξίες ζωής.
Θα ήθελα
κλείνοντας να επιστήσω την προσοχή του Υπουργείου σε μία ακόμη τροπολογία που
έχουμε καταθέσει και αφορά την κατάργηση της ειδικότητας ΠΕ 17.13 των αποφοίτων
του τμήματος μηχανικών μουσικής τεχνολογίας και ακουστικής της σχολής
εφαρμοσμένων επιστημών του Τ.Ε.Ι. Κρήτης. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί, κύριε
Υπουργέ, δίδασκαν τα μαθήματα της ειδικότητάς τους στα μουσικά γυμνάσια και
λύκεια της χώρας και δεν είχαν καμία σχέση με τα ΕΠΑΛ. Με την απαράδεκτη
κατάργηση δεκάδων ειδικοτήτων των ΕΠΑΛ, καταργήθηκε και αυτή η ειδικότητα χωρίς
κανένα λόγο. Θα θέλαμε να δείτε το θέμα και ζητάμε την αποκατάσταση αυτής της
αδικίας, γιατί πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν για τι ακριβώς
καταργήθηκε η ειδικότητά τους και γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχουν δουλειά.