ΓΤΤ


Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Πόσο αμερόληπτες είναι οι προβλέψεις των οικονομολόγων;

Του Πασχου Mανδραβελη

Οταν τον Οκτώβριο του 1929 ο διάσημος οικονομολόγος Ιρβινγκ Φίσερ προφήτευε ότι «οι μετοχές έχουν φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό επίπεδο» ξέρουμε ότι το πίστευε. Λίγες μέρες μετά έγινε το κραχ της Γουολ Στριτ και έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του. Τώρα που ο Νουριέλ Ρουμπινί προφητεύει την καταστροφή της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Γαλλίας και μερικών ακόμη χωρών κανείς δεν ξέρει αν αυτά που λέει τα πιστεύει. Μπορεί οι προφητείες του να γίνονται για να βοηθήσουν τα χαρτοφυλάκια των πελατών της εταιρείας Rubini Global Economics. Για να είμαστε ακριβείς, δεν ξέρουμε καν ποιοι είναι οι πελάτες του καθηγητή στο NYU Νουριέλ Ρουμπινί.
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν το αυγό γέννησε την κότα, αν δηλαδή οι προφητείες των καθηγητών οικονομικής διαμορφώνουν τη στρατηγική των πελατών τους ή η στρατηγική των πελατών τους διαμορφώνει τις προφητείες τους. Αλλά ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων έθεσε
ένα απλό πρόβλημα δεοντολογίας στον κλάδο τους. Ολοι αυτοί οι μεγαλόσχημοι καθηγητές, που αρθρογραφούν διαμορφώνοντας την κοινή γνώμη, συμβάλλουν στη χάραξη πολιτικών συμβουλεύοντας κυβερνήσεις και γενικώς όσα λένε έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των απλών ανθρώπων, οφείλουν να αποκαλύπτουν την πελατειακή τους σχέση με μεγάλα funds, τράπεζες ή εταιρείες που κερδίζουν λεφτά από τη διαμόρφωση των πολιτικών αυτών.
Η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» είχε πρόσφατα μερικά παραδείγματα που πρέπει να μας προβληματίσουν. Ο καθηγητής του Στάνφορντ Ντάρελ Ντάφι συνέγραψε ένα βιβλίο για τη νομοθετική ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά δεν ανέφερε ότι είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας αξιολόγησης «Μούντις», που είναι υποκείμενο αυτής της ρύθμισης.
Η σχολιαστής σε πολλά μέσα ενημέρωσης οικονομικών θεμάτων καθηγήτρια του Μπέρκλεϊ Λάουρα Ντ’ Αντρέα Τάισον δεν αναφέρει συχνά ότι είναι διευθύντρια στη Μόργκαν Στάνλεϊ.
Ο καθηγητής του Κολούμπια Ρίτσαρντ Κλαρίντα, ο οποίος υπηρέτησε ως στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ υπό τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, δεν αναφέρει ότι είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος της «Πίμκο», μιας μεγάλης εταιρείας διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων.
Το πρόβλημα επισημάνθηκε με το άρθρο «Οικονομολόγοι, οικονομικά συμφέροντα και οι σκοτεινές γωνιές της κατάρρευσης: Είναι ώρα να θεσπιστεί κώδικας δεοντολογίας για τους οικονομολόγους» δύο οικονομολόγων στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ. Οι Τζέραλντ Επστέιν και Τζέσικα Κάρικ-Χάγενμπαρθ μελέτησαν τις δημοσιεύσεις (δημοσιογραφικές και ακαδημαϊκές), όπως επίσης και τις δημόσιες εμφανίσεις δεκαεννέα κορυφαίων οικονομολόγων των ΗΠΑ την περίοδο 2005 - 2009 «για να προσδιοριστεί πόσες φορές αυτοί οι οικονομολόγοι διατύπωσαν ρητώς τις σχέσεις τους με ιδιωτικούς ή δημόσιους οικονομικούς φορείς όταν έγραφαν ή σχολίαζαν ζητήματα οικονομικής πολιτικής».
Συγκρουση συμφερόντωνΤο σκεπτικό της έρευνάς τους έχει ως εξής: «Οι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι συχνά δεν περιορίζονται στα ακαδημαϊκά τους καθήκοντα, αλλά έχουν ρόλο στην πολιτική και στα ΜΜΕ. Συχνά εμφανίζονται ως ειδικοί στον τομέα τους. Γράφουν άρθρα στις εφημερίδες, δίνουν καταθέσεις σε δημόσιες ακροάσεις, καταλαμβάνουν θέσεις συμβούλων σε πολιτικούς και δίνουν συνεντεύξεις στα ΜΜΕ. Οι πανεπιστημιακοί οικονομολόγοι συχνά δημιουργούν την εντύπωση ότι οι θέσεις τους είναι ανεξάρτητες και αντικειμενικές. Την ίδια στιγμή όμως κάποιοι από αυτούς είναι μέλη διοικητικών συμβουλίων ή ακόμη και ιδιοκτήτες οικονομικών οργανισμών. Οταν όμως έχουν ταυτόχρονα τον ρόλο του αντικειμενικού παρατηρητή στα ΜΜΕ και έχουν κάποιον ρόλο στον ιδιωτικό τομέα, υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων. Η αντικειμενικότητά τους μπορεί να υπονομευθεί από τη δουλειά τους στον ιδιωτικό τομέα ή τουλάχιστον να δημιουργηθούν ερωτήματα πιθανής μεροληψίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση όσοι στηρίζονται για να διαμορφώσουν άποψη στις εκτιμήσεις των πανεπιστημιακών οικονομολόγων για την οικονομική πολιτική πρέπει να ξέρουν ότι υπάρχει αυτή η πιθανή μεροληψία... Το ερώτημα περί πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων προκύπτει στο πλαίσιο του ρόλου που έπαιξαν οι οικονομολόγοι στην κορύφωση της οικονομικής κρίσης του 2007 - 2010. Ενα θέμα που συζητήθηκε αρκετά είναι: γιατί η μεγάλη πλειονότητα των οικονομολόγων απέτυχε να προβλέψει την οικονομική κρίση, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πολλά σημάδια γύρω τους; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις. Μία λέει ότι οι οικονομολόγοι δουλεύαν με πολύ αφηρημένα μοντέλα που δεν είχαν φούσκες και κρίσεις. Μία άλλη λέει ότι τυφλώθηκαν από την ιδεολογία τους. Μια τρίτη πιθανότητα είναι ότι οι οικονομολόγοι είχαν σύγκρουση συμφερόντων. Σ’ αυτό το τρίτο σενάριο οι οικονομολόγοι, όπως και πολλοί άλλοι, είχαν κίνητρα να μη δουν την κρίση που ερχόταν».
Διαφανής υποκειμενικότηταΤα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν μια από τις σκοτεινές γωνιές της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε. Από τους 19 οικονομολόγους που ερεύνησαν οι Τζέραλντ Επστέιν και Τζέσικα Κάρικ - Χάγενμπαρθ, οι 13, περίπου το 70%, δούλευαν σε ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Δύο από αυτούς ήταν συνιδρυτές χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και εργάζονταν ως βασικά τους στελέχη. Ενας δούλευε σε δύο τράπεζες, στη μία ως πρόεδρος και στην άλλη ως διευθυντής. Οκτώ ήταν σε διοικητικά συμβούλια χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και δύο ήταν σύμβουλοι ή εργάζονταν ως ανεξάρτητοι ειδικοί τέτοιων επιχειρήσεων.
Από τα άρθρα στον Τύπο αυτών των δεκατριών οικονομολόγων που είχαν οικονομικές σχέσεις με χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οι οκτώ δεν ανέφεραν πουθενά τους δεσμούς χρήματος που είχαν με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Δύο τα ανέφεραν σε πάνω από τις μισές περιπτώσεις και δύο ελάχιστες φορές, στο 13 - 14% των εμφανίσεών τους στα ΜΜΕ.
Το πρόβλημα της έλλειψης διαφάνειας στις σχέσεις των οικονομολόγων με τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς δεν είναι ηθικό, όπως θα μπορούσε π. χ. να είναι στην περίπτωση δημοσιογράφων που εργάζονται για ένα κόμμα. Στις αγορές τα λεφτά είναι πολλά και οι εκτιμήσεις των διαπρεπών οικονομολόγων παίζουν ρόλο σε κινήσεις κεφαλαίων δισεκατομμυρίων. Οι προβλέψεις κάποιων μπορούν να γονατίσουν χώρες ή επιχειρήσεις, να συμβάλουν στο να μείνουν χωρίς εργασία εκατομμύρια άνθρωποι. Αν και η πολυπόθητη αγγλοσαξονική αντικειμενικότητα... αντικειμενικά δεν μπορεί να υπάρξει, μπορεί όμως να υπάρξει η διαφανής υποκειμενικότητα.
Τα κίνητρα και ο κώδικας δεοντολογίαςΣτις αρχές του μήνα τριακόσιοι οικονομολόγοι υπέγραψαν μια κοινή επιστολή προς τον πρόεδρο της Αμερικανικής Ενωσης Οικονομολόγων, Ρόμπερτ Χαλ, ζητώντας τη θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας του επαγγέλματός τους. Φέρνουν ως παράδειγμα ότι σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα των κοινωνικών επιστημών (κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, ψυχολόγοι, στατιστικοί) έχουν ήδη θεσπίσει τέτοιους κώδικες, οι οποίοι φυσικά διαφέρουν μεταξύ τους· «άλλοι απαιτούν από τα μέλη των ενώσεών τους απλώς να αποκαλύψουν πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων και άλλοι απαιτούν από τα μέλη τους να κάνουν ό, τι μπορούν να τις εξαλείψουν».
Προτείνουν ότι η Αμερικανική Ενωση Οικονομολόγων πρέπει να υιοθετήσει τον κώδικα ηθικής των Αμερικανικής Ενωσης Κοινωνιολόγων και συνεπώς ο κώδικάς τους θα μπορούσε να λέει το εξής: «Οι οικονομολόγοι πρέπει να διατηρούν τον υψηλότερο βαθμό ακεραιότητας στην επαγγελματική τους δουλειά και να αποφεύγουν τη σύγκρουση συμφερόντων ή την εμφάνιση τέτοιας σύγκρουσης. Ακόμη περισσότερο, οι οικονομολόγοι πρέπει να αποκαλύπτουν σχετικές πηγές οικονομικής βοήθειας και σχετικές προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις που μπορεί να μοιάζουν ή να είναι πιθανή σύγκρουση συμφερόντων σε δημόσιες ομιλίες τους και γραπτά τους όπως και σε ακαδημαϊκές εκδόσεις».
Ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ντένβερ Τζορτζ Ντε Μαρτίνο (και συγγραφέας του βιβλίου «Ο όρκος των οικονομολόγων. Η ανάγκη και το περιεχόμενο της επαγγελματικής ηθικής» εκδ. Oxford university Press) πρωτοστάτησε στην κίνηση των τριακοσίων. Δήλωσε στο δημόσιο ραδιόφωνο των ΗΠΑ (npr) ότι «οι οικονομολόγοι έχουν αλλεργία στους κώδικες δεοντολογίας από τότε που υπάρχει το επάγγελμά τους, και σίγουρα κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα». Αναφέρει δε ότι στη δεκαετία του 1920 «μια ένωση επιχειρηματιών έγραψε μια επιστολή στην Ενωση Αμερικανών Οικονομολόγων λέγοντας «μελετούμε τους επαγγελματικούς κώδικες συμπεριφοράς· παρακαλώ στείλτε τον δικό σας». Τότε ο γραμματέας της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων απάντησε: «Αν και η δεοντολογία είναι στο αίμα μας, δεν έχουμε κώδικα και γι’ αυτό δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε το αίτημά σας”».
Η κρίση όμως έφερε τα πάνω κάτω. Η πίεση για τη θέσπιση κώδικα δεοντολογίας άρχισε να μεγαλώνει. Μέχρι και ο Economist έγραψε πως «οι επικριτές των οικονομολόγων ισχυρίζονται ότι δεν είναι σύμπτωση ότι οι οικονομολόγοι της χρηματοπιστωτικής, πολλοί από τους οποίους εργάζονται ως σύμβουλοι σε επιχειρήσεις της Γουολ Στριτ, απεχθάνονται τις νομοθετικές ρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα. Μπορεί βέβαια οι οικονομολόγοι αυτοί να έχουν πεισθεί από προηγούμενες μελέτες τους για τα πλεονεκτήματα της οικονομικής φιλελευθεροποίησης και επομένως να είναι πιο πρόθυμοι να μιλήσουν υπέρ της Γουόλ Στριτ. Από την άλλη όμως είναι πολύ δύσκολο στους οικονομολόγους να υποστηρίξουν ότι η προσέγγισή τους και η επιλογή των θεμάτων που μελετούν δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι πληρώνονται από αυτές τις επιχειρήσεις. Στο κάτω κάτω της γραφής, η μοντέρνα οικονομική θεωρία στηρίζεται στην ιδέα ότι τα κίνητρα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των ατόμων».
Διαβάστε- Gerald Epstein & Jessica Carrick-Hagenbarth, «Financial Economists, Financial Interests and Dark Corners of the Meltdown: It’s Time to Set Ethical Standards for the Economics Profession», εκδ. Political Economy Research Institute (Working Paper Series). Το άρθρο βρίσκεται ηλεκτρονικά σε πολλές διευθύνσεις.