Ο Βασίλης Δασκαλάκης γεννήθηκε στις Μοίρες Ηρακλείου το
1962. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ζει και εργάζεται στη Βέροια.
Προσομοίωση
δε φοβάμαι
οι άγκυρές μου σε μια ξέρα ριζωμένες
σε παγερό κρεβάτι χειρουργείται
η ψυχή μου και η αναισθησιολόγος
ανήσυχη
χρόνος μηδέν ξανά
σμήνη αποδημητικών
των άλλων οι ζωές
ο πόνος ποντικός που βγαίνει απ’ τ’ αλεύρι
πυρ και μανία να ιριδίσει το φουρνάρικο
της νοσοκόμας η μορφή σκουραίνει ολοένα
αγγέλου μοιάζει σκοτεινού που κάνει χρέη θανάτου
φριχτό των φίλων το φιλί
ήσυχος ύπνος
Ακτινολογικό
προσοχή κύριε, θα μείνετε στείρος
βγάλτε τη βέρα και
βάλτε στην καρδιά το ρουλεμάν
βαθιά αναπνοή
ύστερα στύσις
ανάρπαστοι και παραγωγικοί
δημόσιοι υπάλληλοι
κύριε Καρυωτάκη
δώστε τη σφαίρα
και εμείς αναλαμβάνουμε τα υπόλοιπα
να πάρεις παραπεμπτικό
σφραγίδα στρογγυλή στη γραμματεία
αθέλητος συνωστισμός
σε σκοτεινούς διαδρόμους
με τους πλασιέ εταιρειών
και τα ετοιμοπόλεμα
γραφεία τελετών
Σούρουπο στο Λέντα
Γλυκά νυχτώνει απόψε
μια νοσταλγία με ξελογιάζει
πετώ τη μάσκα
ο τόπος μου
άδειος καθρέφτης
πόσες φορές να σε τραγούδησα αγαπημένη!
λυτό σούρουπο καλοκαιριού
υγρό φιλί στο στόμα
η φλογέρα φταίει για το λυγμό
του θυμαριού
που ακονίζει το τοπίο
Ανάνηψη
ρίγησα δέος με τον Κάλβο
μια νύχτα στο Λιβόρνο
ήμουν το σφάγιον
ένιωσα το βλέμμα του
το παγερό χαμόγελο
τον ήχο του καθαρτηρίου
φωνές –να τον προλάβουμε έλεγαν–
φωτάκια αναβόσβηναν
με λύσσα ενός πνιγμένου
στης Γόρτυνας το δίστρατο
είπα να πάω στα μέρη μου
μήπως και ξαποστάσω
να ξαναπάρω τα βουνά
τη άβολη χαρά μου να γιορτάσω
μια επιβίωση ακόμα ξεκινά