Το καλοκαίρι εκείνο στην Κριμαία οι
ντόπιοι έβλεπαν να πηγαινοέρχονται δύο ειδών πάνοπλων φουστανελοφόρων.
Οι μεν πρώτοι φορούσαν κόκκινες φούστες και άλλοι άσπρες. Οι κόκκινοι
όμως δεν ήταν και τόσο φιλικοί καθότι ήταν οι «κακοί» εισβολείς ενώ οι
άσπροι ήταν ξηγημένοι και φίλοι.
Το σωτήριον έτος 1854 η Κριμαία είχε
συγκεντρώσει πάνω της όλα τα φώτα του κόσμου, όπως ακριβώς σήμερα. Πάνω
από 200.000 Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Γερμανοί και Τούρκοι στρατιώτες
είχαν κατσικωθεί στην χερσόνησο της Κριμαίας -που σήμερα πια ανήκει στην
Ουκρανία- για έναν ακριβώς λόγο: να αναγκάσουν τους Ρώσους να
σταματήσουν το bullying στους νότιους γείτονες, τους Οθωμανούς. Ίντριγκα
και βρώμικα γεωπολιτικά παιχνίδια θα λύνονταν μια και καλή με όλους
τους δυτικούς Ευρωπαίους ενωμένους για να τσακίσουν τον
«Πούτιν» της
εποχής εκείνης. Μαζί τους φέρανε και Σκωτσέζους, τους επίλεκτους με τα
κόκκινα φουστανάκια.
Οι Ρώσοι από την άλλη – γύρω στους
100.000 – παίζανε εντός έδρας αλλά ήταν απελπιστικά μόνοι τους. Ή μάλλον
όχι εντελώς, είχαν και μια μικρή βοήθεια. 800 Έλληνες άσπροι
φουστανελοφόροι είχαν συγκροτήσει μια λεγεώνα εθελοντών φανατισμένων
μαχητών και πήγαν να βοηθήσουν τους φίλους τους Ρώσους. Οι τελευταίοι
είχαν δύο καλά για τους Έλληνες: ήταν ορθόδοξοι – οπότε καλοί άνθρωποι –
και μισούσαν ανέκαθεν τους Οθωμανούς – οπότε χρήσιμοι άνθρωποι-.
Ομολογουμένως οι Έλληνες πολέμησαν
επιδέξια εξασφαλίζοντας πλήθος μετάλλια, πολλούς νεκρούς και αρρώστιες
κάργα. 500 από δαύτους θα μένανε για πάντα εκεί θαμμένοι ενώ η σύμμαχος
Ρωσία…ηττήθηκε. Το μικρό ελληνικό βασίλειο έχοντας στο πηδάλιο τον
απύθμενης βλακείας Όθωνα, πόνταρε στον λάθος παίχτη και έχασε
πληρώνοντας ακριβά αυτή την «παλικαριά» με εισβολή γαλλικών στρατευμάτων
στην χώρα και αντικατάσταση της κυβέρνησης από μια που να γουστάρουνε
αυτοί για τιμωρία, αμ πως.
Ύστερα από 70 περίπου χρόνια, τον
Ιανουάριο του 1918, Έλληνες στρατιώτες θα επισκέπτονταν ξανά την
Κριμαία. Αυτή τη φορά όμως δεν θα ήταν με το μέρος των Ρώσων αλλά των
Γάλλων. Για να μην μακρηγορούμε, ήταν η εποχή που στην Ρωσία δεν υπήρχαν
πια τσάροι και πράσινα άλογα αλλά πολλοί επικίνδυνοι μπολσεβίκοι που
είχαν αιματοκυλήσει όλη την Ρωσία για να επιβάλλουν το εξαιρετικά
«λειτουργικό» τους κομμουνιστικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά δε, ήταν
οι νοσταλγοί του παλαιού καθεστώτος και άλλοι αντιμπολσεβίκοι που θέλανε
να σταματήσουν την κατρακύλα της χώρας.
Επειδή όμως τον κομμουνισμόν πολλοί τον
εμίσησαν τότε, ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Έλληνας πρωθυπουργός,
Λευτέρης Βενιζέλος. Το σχέδιο του είχε ως εξής: στέλνουμε 23.000 στρατό
στην Ρωσία να βοηθήσουμε τους καπιτάλες Γάλλους να πολεμήσουν τους
κομμουνιστάς και έτσι δείχνουμε πόσο καλά παιδιά είμαστε που περιμένουμε
να αμειφθούμε για αυτή την βοήθεια μελλοντικά. Τρίχες!
Έπειτα από λίγους μήνες μας πήρανε
φαλάγγι. Οι Έλληνες στρατιώτες έχοντας Γάλλους για διοικητές – από τους
πλέον ανίκανους αξιωματικούς – και χωρίς κανένα μεγαλοφυές σχέδιο
εκστρατείας ήταν καταδικασμένοι να ηττηθούν από τους φανατισμένους
Ρώσους που στο κάτω κάτω δεν είχαν τίποτα με τους Έλληνες. Οι απώλειες
έφτασαν τις 1.055 άνδρες μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα και μετά μπήκαν
άρον άρον στα πλοία για να επιστρέψουν. Η ελληνική μειονότητα της
περιοχής υπέστη σφαγές και λεηλασίες ενώ πολλοί αναγκάστηκαν από το
καθεστώς των Σοβιέτ να φύγουν. Πολιτικά το αποτέλεσμα ήταν το αντίθετο
από αυτό που προσδοκούσε ο Βενιζέλος: οι Γάλλοι και Άγγλοι μας
εγκατέλειψαν στην Μικρασία και οι Ρώσοι εκδικήθηκαν αργότερα ενισχύοντας
τους Τούρκους κατά τον μικρασιατικό πόλεμο.
Μωρέ τι θέλεις και ασχολείσαι; Ο τολμών νικά αν τολμά σωστά.